Κατίνα Παϊζη 1911-1996.
Το τραγούδι "Πόσο πολύ σ’ αγάπησα"
που έγινε επιτυχία με τη φωνή του Χρήστου Θηβαίου ανήκει στην Ηρακλειώτισσα ποιήτρια του μεσοπολέμου Κατίνα Παΐζη.
Η
ποιήτρια γεννήθηκε στην Ανώπολη Σφακίων το 1911, έζησε
στο Ηράκλειο και πέθανε στην Αθήνα το 1996. Υπηρέτησε ως δασκάλα στο Ηράκλειο, όμως άνθισε και ως ποιήτρια, τη δεκαετία του '30. Εκτός από πέντε ποιητικές συλλογές,
έγραψε μικρά πεζά για τη γενέτειρά της (ιστορίες στα τέλη 19ου-αρχές
20ού αιώνα για απαγορευμένους έρωτες, «κλεψίματα» κοριτσιών,
οικογενειακή θαλπωρή, δύσκολους γάμους και φονικές μπαλοθιές, που τις
διηγούνταν η μητέρα της). Ενταγμένη στο ΕΑΜ τα χρόνια της Κατοχής, όπως η
αγαπημένη της αδελφή και εκλεκτή ηθοποιός Αλέκα
Παΐζη.
Ξεχωριστή ποιητική φωνή της
γενιάς του μεσοπολέμου, έγινε γνωστή τα
τελευταία χρόνια με το ποίημα της "Πόσο πολύ σ’ αγάπησα"
που έγινε τραγούδι με τη φωνή του Χρήστου Θηβαίου.
Η Κατίνα Παΐζη ήταν μια δυναμική γυναίκα και παραγνωρισμένη δημιουργός, της οποίας «η
ποίηση διέθετε δύο σημαντικά προσόντα, αθωότητα και αυθεντικότητα», όπως
τονίζει η Νίκη Τρουλλινού, που επιμελήθηκε το τέταρτο βιβλίο της σειράς "Οι λησμονημένοι του τόπου’’
από τις εκδόσεις Δοκιμάκη με τίτλο «ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΪΖΗ, Πόσο πολύ σ΄
αγάπησα». Έχουν ήδη εκδοθεί τα βιβλία για τον Μανόλη Δερμιτζάκη, τον
Μηνά Δημάκη, τον Άρη Δικταίο, αλλά και το πέμπτο της σειράς για τον
Λευτέρη Αλεξίου με επιμέλεια και ανθολόγιο από τον Δ. Δασκαλόπουλο.
Πόσο πολύ σ’ αγάπησα
Το εξώφυλλο του βιβλίου |
καλέ που δεν εχάρηκες στα χείλη μου φιλιά.
Απ’ τη ζωή μου επέρασες κι αλάργεψες κι εχάθης
καθώς τα διαβατάρικα κι αγύριστα πουλιά.
Τα χέρια μου δεν έδεσα τριγύρω στο λαιμό σου.
Δεν έσταξε απ’ τα μάτια μου το δάκρυ μου θολό.
Κουνούσα το μαντίλι μου αλαφρά στο μισεμό σου
και σιωπηλά σου ευχότανε η ψυχή μου στο καλό.
Δεν είδες το τρεμούλιασμα των κουρασμένων μου ώμων.
Δε μάντεψες τη θύελλα που εκλειούσα στην ψυχή.
Μήτε πως ήμουν σύντροφος των μακρινών σου δρόμων
κι όλη μου η σκέψη ανέκφραστη σ’ άγγιζε προσευχή.
Κι αν ήρθαν μέρες πένθιμες και νύχτες θολωμένες,
που η μοναξιά με τρόμαζε και μου 'παιρνε το νου,
τώρα κρατώ στη θύμηση στιγμές ευτυχισμένες
κάποιου καιρού αλησμόνητου ωραίου κι αληθινού.
Κι αν δεν προσμένεις να με δεις κι εγώ πως θα ξανάρθεις,
ω εσύ, του πρώτου ονείρου μου γλυκύτατη πνοή,
αιώνια θα το τραγουδώ κι εσύ δε θα το μάθεις
πως οι στιγμές που μου 'δωσες αξίζουν μια ζωή.
Η μάχη της σοδειάς
Του
Μπουκουβάλα τα παιδιά ζωστήκαν τ' άρματα.
Καβαλικέψανε
τα κάτασπρα φαριά τους
κι
όλο τον κάμπο τραγουδώντας ετριγύρισαν
για
να θερίσουν οι χωριάτες τη σοδειά τους.
Χρυσά
τα στάχυα, του φτωχού μόχτος πολύμηνος
γέρνουν
βαριά στο πυρωμένο απάνω χώμα.
Σπαθιά
ασημένια τα δρεπάνια ανασηκώνονται
κι
όρκος τα λόγια αντιλαλούν στο κάθε στόμα:
«Μήτε
σπειρί σταριού να πάρει ο μαύρος τύραννος».
Κι
ευτύς τον όρκο τα φτερά του ανέμου αρπάξαν,
κραυγή
τον σήκωσαν τρανής οργής κι απόφασης
και
στου θεριού την άγρια μπούκα τον πετάξαν.
Χυμούν
οι γύπες· και ξερνούν φωτιά και σίδερο
των
μανιασμένων δολοφόνων τα κανόνια
και
τα γεννήματα ν' αρπάξουν αγωνίζονται
κι
άδεια ν' αφήσουν κι αιματόβρεχτα τ' αλώνια.
Μα
οι κοπελιές με βια θερίζουν ασπρομάντηλες
το
στάρι που έσπειραν οι αδούλωτοι χωριάτες
κι
ολόγυρά τους πολεμούνε οι καβαλάρηδες
στ'
άσπρα φαριά, τους λυσσασμένους απελάτες.
ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΪΖΗ: Η ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΔΑΣΚΑΛΑ ΚΑΙ Η ΕΥΑΙΣΘΗΤΗ ΠΟΙΗΤΡΙΑ
Του Μανόλη Καρέλλη*
Η
πρώτη μου δασκάλα, στο Πρότυπο Δημοτικό Σχολείο της Παιδαγωγικής
Ακαδημίας που τότε στεγαζόταν στην οδό Μονής Καρδιωτίσσης, εκεί που
διασταυρώνεται με την οδό Τομπάζη, ήταν η Κατίνα Παΐζη. Την είχα,
μάλιστα, για δασκάλα μου, τρία ολόκληρα χρόνια-στην πρώτη “μικρή” και τα
τρία. Οχι ότι ήμουνα τόσο “μπουμπούνας” ώστε να χρειαστούν τρία χρόνια
για να πάρω το ενδεικτικό της πρώτης, αλλά γιατί “υπηρέτησα”, άγνωστο
για ποιους λόγους και δύο χρόνια ως “ακροατής”, πέραν της χρονιάς που
φοίτησα, με την “κανονική” ηλικία, στην πρώτη τάξη. Ετσι μπορώ να πω ότι
τη γνώρισα, όσο γίνεται καλύτερα. Και
να εκμυστηρευτώ ότι την αγάπησα κιόλας. Οπως και οι πιο πολλοί από τους
μαθητές της. Ηταν η ιδανική δασκάλα από κάθε άποψη. Το πιο σπουδαίο
προσόν της ήταν ότι επικοινωνούσε με τους μαθητές της και ότι αναγνώριζε
την προσωπικότητά τους και τη σεβόταν. Κάτι που δεν συμβαίνει, βέβαια,
στους πιο πολλούς από τους εκπαιδευτικούς μας, όλων των βαθμίδων που το
παίζουν απροσπέλαστοι και αυταρχικοί.
Η αγάπη, η
εκτίμηση και ο θαυμασμός που ένοιωθα για την Κατίνα Παΐζη, τη δασκάλα
μου, ανέβηκαν στα ύψη όταν έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο που είχε
εκδώσει-μιλάμε για το 1938, πάνε δηλαδή 73 χρόνια από τότε-με τον τίτλο
“τραγούδια για μικρά παιδιά”.
Ηταν
ένα μικρού μεγέθους βιβλίο, με 36 σελίδες “όλες και όλες που είχε
τυπωθεί” στα “καταστήματα “Αλεξίου”, γραμμένο για να διαβαστεί από μικρά
παιδιά-και εμπνευσμένο από μικρά παιδιά, τους μαθητές της, όπως κρίνω
σήμερα.
Θεωρούσα
τότε τους συγγραφείς των βιβλίων που διάβαζα-τη Σέλμα Λάγκερλοφ που
είχε γράψει το γοητευτικό, “ταξίδι με τις αγριόχηνες του Νιλς
Χόλγκερσεν”, τον Ντιφόε Ντάνιελ που είχε γράψει τον αγέραστο “Ροβινσώνα
Κρούσο”, τον Θερβάντες που μας είχε δώσει τον “δον Κιχώτη” (μας
προσφερόταν μια διασκευή για παιδιά από τον Νίκο Καζαντζάκη), τον Αίσωπο
που είχε γράψει τους πασίγνωστους “Μύθους” του, την Πηνελόπη Δέλτα που
έχει γράψει τον “Τρελαντώνη” τον Εβαλτ και τον Αντερσεν που είχαν γράψει
τα παραμύθια τους και όλους τους άλλους, μυθικά πρόσωπα που δεν ήταν
γραφτό μου να τα συναντήσω ποτέ.
Και
ξαφνικά, προς μεγάλη μου έκπληξη αλλά και μεγάλη μου ικανοποίηση,
βρέθηκε ένας της μυθικής παρέας να είναι τόσο κονκτά μου, να έχω την
ευκαιρία να του απευθύνω το λόγο κάθε πρωινό στο σχολείο, να του ζητώ να
μου ξεδιαλύνει τις απορίες μου.
Περιττό
να πω ότι διάβασα με απληστία το βιβλίο της δασκάλας μου και το
αποστήθισα όπως τα παιδιά μπορούν να κάνουν με ευκολία, σχεδόν ολόκληρο.
Επιπλέον αναγνώρισα τους “ήρωες” του σε μαθητές του Προτύπου.
Εντόπισα
έτσι τον “καυχησιάρη” που “έξυπνος;. Δεν γίνεται άλλο-Είμαι σπίρτο
μοναχό-μη ρωτήσετε μονάχα-πόσο κάνουν δυο και δυο”. Και τον “αεροπόρο”
που “το σκέφτηκα από τώρα-κι αεροπόρος θα γενώ-θα ‘χω δικό μου
αεροπλάνο-και θα πετώ στον ουρανό”. Το “παλληκάρι της φακής” που
κοκορευόταν ότι “Δεν μπορεί τη θέση μου-κανείς σας να μου πάρει-γιατί
εγώ μαι της φακής-το ανδρείο το παλληκάρι”. Τον “Ναπολέοντα” που ήταν,
βέβαια, ο Θωμάς (Κολυβάκης) που μια αποκριά διαλαλούσε “έχω γίνει
Ναπολέων-και φορώ λαμπρή στολή-κι έχω στρατηγού καπέλο-στη μικρή μου
κεφαλή”. Εντόπισα και τον “χοντρό”, δεν ήταν δύσκολο άλλωστε, που
ομολογούσε χωρίς δισταγμό “έχω ένα ελάττωμα φρικτό, καθώς θα πουν
πολλοί-τις σοκολάτες αγαπώ, το ρύζι, τα ζυμαρικά-μ’ άλλα λογάκια είμαι
φαγάς-για τούτο πάχυνα πολύ”. Και, ασφαλώς, “εταυτοποίησα” τον
“απροβίβαστο” που παρ’ όλα αυτά τραγουδούσε “ένα κανόνι εβρόντηξε στην
τάξη μου για μένα-και τώρα συλλογίζομαι και τον πατέρα που θα πει-πως
της χρονιάς τα έξοδα επήγανε χαμένα”.
Ενα τραγούδι μόνο, από τα 32 του βιβλίου, μου “ξέφυγε”. Ηταν το πρώτο και είχε τον τίτλο “Ο Μικρός Μαθητής”. Εληγε το χαριτωμένο ποιηματάκι:
“Μη με λοξοκοιτάξετε με γέλια και λέτε:
“Tι μικρούλης, τι κοντός
χαριτωμένο κι όμορφο παιδάκι
μα μαθητής δεν φαίνεται σωστός!
Κι αν είμαι τόσος δα, σαν τι πειράζει
τα γράμματα τα ξέρω στο νερό.
Και ξέρω και παιχνίδια και τραγούδια
για να σας τραγουδήσω ένα σωρό.
Κι αν είμαι τόσος δα, θα μεγαλώσω
και κύριος σπουδαίος θα γενώ.
Ε! τότε πια να δείτε κορδωμένος
και ‘γω, καθώς εσείς, πως θα περνώ.
Οσο,
όμως και να έστιβα το παιδικό μυαλό μου δεν μπορούσα να βρω ποιος από
τους μαθητές του Προτύπου Δημοτικού Σχολείου της Μονής Καρδιωτίσσης και
Τομπάζη είχε αποτελέσει την πηγή έμπνευσης για να γραφεί το ποίημα της
Κατίνας Παΐζη.
Την απάντηση την βρήκα πολλά χρόνια αργότερα. Για την ακρίβεια: μου την έδωσε η ίδια η Κατίνα Παΐζη.
Ηταν ένα μαγευτικό βράδυ του Ιουλίου και οι αξέχαστες για πολλούς καλοκαιριάτικες εκδηλώσεις του Ηρακλείου βρισκόντουσαν στην κορύφωσή τους.
Παρακολουθούσα,
στο μικρό κηποθέατρο μια μεταμεσονύχτια θεατρική πρόβα-που είναι για
μένα μια ξεχωριστή απόλαυση καθώς αποκαλύπτονται σ’ αυτές πολλά από τα
καλά φυλαγμένα θεατρικά μυστικά. Στο έργο, την πρόβα του οποίου
παρακολουθούσα, είχε ένα από τους κύριους ρόλους, η σπουδαία ηθοποιός
Αλέκα Παΐζη, αδελφή της Κατίνας Παΐζη, της παλιάς δασκάλας μου.
Μια συμπαθέστατη γριούλα ήλθε μια στιγμή και κάθισε δίπλα μου.
- Είμαι η Κατίνα Παΐζη, η παλιά δασκάλα σου, μου είπε χωρίς να κάμει χρήση του σπαστικού “μάντεψε ποια είμαι”.
Η
χαρά μου ήταν μεγάλη και εντελώς ειλικρινής που συναντούσα, ύστερα από
τόσα χρόνια κοντά πενήντα, την αγαπημένη μου δασκάλα. Πώς πέρασαν
δυο-δυόμισι ώρες ούτε που το καταλάβαμε. Μιλήσαμε για τους δασκάλους και
τις δασκάλες που υπηρετούσαν στο Πρότυπο, τον Χανιωτάκη, τον διευθυντή,
τον Καπετανάκη, την κυρία Μαρίκα, την κυρία Κορνηλία, τη δεσποινίδα
Πόπη, τις άλλες δασκάλες.
Μιλήσαμε
για τις τιμωρίες, ιδιαίτερα εκείνη του διευθυντή Χανιωτάκη που έπιανε
τον άτακτο από τις τρίχες του κροτάφου και τον σήκωνε στον αέρα-θα
πρέπει να ήταν σκέτο μαρτύριο.
Μιλήσαμε
για τους μαθητές και τις μαθήτριες, τον Θωμά, την Αργενζινή, τη Λουκία,
την Τιτίκα και τ’ άλλα παιδιά και έδωσα πληροφορίες, όσες μπορούσα να
δώσω, για το τι κάνουν, αν έκαναν οικογένειες, αν είχαν παιδιά.
Και
ήλθε βέβαια, η σειρά να μιλήσουμε για το βιβλίο της Κατίνας Παΐζη με τα
“Τραγούδια για μικρά παιδιά”. Εγώ ήμουνα εκείνος που το έφερε στην
κουβέντα μας.
Εντυπωσιάστηκε
η αγαπημένη μου δασκάλα από το πόσο καλά το είχα διαβάσει, για το πώς
θυμόμουνα τα πιο πολλά ποιηματάκια του “από στήθους”.
- Θυμάσαι το πρώτο ποίημα του βιβλίου; με ρώτησε η Κατίνα Παΐζη.
- Και βέβαια το θυμάμαι, της απάντησα. Και άρχισε να το απαγγέλλω.
- Ξέρεις για ποιο παιδί το έγραψα; Με ρώτησε.
- Οχι, δεν ξέρω και ήθελα πάντα μα το μάθω, της απάντησα.
-
Εσύ ήσουνα ο πιο μικρός μαθητής μου, ο ακροατής στην πρώτη τάξη για δυο
χρόνια, που μου έδωσε την έμπνευση για να γράψω το ποιηματάκι.
Εγινα
ξαφνικά “άλλος τόσος” διαπιστώνοντας ότι μια αυθεντική ποιήτρια, όπως
ήταν η Κατίνα Παΐζη είχε ασχοληθεί με την ασημότητά μου, ότι την είχα
εμπνεύσει.
Την
είχα, βέβαια, με κάποιον τρόπο “διαψεύσει” γιατί μπορεί να μεγάλωσα στα
χρόνια-να παραμεγάλωσα, μάλιστα-μα ούτε “σπουδαίος”, ούτε, πολύ
περισσότερο, “σπουδαιοφανής” έγινα ποτέ, ούτε “κορδωμένος” ήμουνα, στο
περπάτημά μου. Κάτι που η δασκάλα μου δεν το αρνήθηκε.
Την
ευκαιρία για να ανακαλέσω στη μνήμη μου την Κατίνα Παΐζη μου την έδωσε,
βέβαια, ένα βιβλίο που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δοκιμάκη,
στη σειρά “Οι λησμονημένοι του τόπου”. Συγγραφέας του είναι η δικηγόρος
και συγγραφέας κ. Νίκη Τρουλινού και μας “ανακεφαλαιώνει” με κάποιο τρόπο τη ζωή και την ποιητική παραγωγή της Κατίνας Παΐζη.
Το βιβλίο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και συνιστάται ιδιαιτέρως η ανάγνωσή του.
Από το βιβλίο της κ. Τρουλινού αποσπώ ένα πανέμορφο ποίημα της Κατίνας Παΐζη.
Επιγράφεται “Το θέρος” και “προέρχεται” από τη συλλογή της “Παραλλαγές”.
Πέρασε το κορίτσι
με το πράσινο φουστάνι,
μια παπαρούνα στα μαλλιά της
ονειρεύονταν,
στο λαιμό της ανάσαινε
ένας φιόγκος,
στα χέρια της
ένα δεμάτι στάχια
θρόιζε στ’ αλαφρό της
πέρασμα τ’ αγέρι.
Μια πεταλούδα ετόξευε
τον ήλιο
ένα στεγνό πηγάδι
αφουγκραζόταν
την προσευχή του θερισμένου
κάμπου.
Τραγουδούσε το κορίτσι
και πήγαινε
το πέλμα της λαμποκοπούσε
σα φτερό περιστεριού.
Τα μάτια της παιζογελούσαν
με τη μέρα,
τα χείλη της μια προσφορά
μαζί και δίψα.
Κι όλα τα τύλιγε
μια διάφανη χρυσόσκονη
των αστεριών
σα να θρυμματιστήκαν
τα πετράδια.
Πέρασε το κορίτσι
με το πράσινο φουστάνι
κι έτρεχε πίσω του
το καλοκαίρι
σαν παραλοϊσμένο παλληκάρι.
Το
“Κορίτσι με τα πράσινα” της Κατίνας Παΐζη είναι ένα από τα πιο
ολοκληρωμένα, τα πιο όμορφα πορτρέτα γυναίκας ολόκληρης της νεοελληνικής
ποίησης. Είναι τόσο χυμώδες, τόσο απέραντα γοητευτικό, τόσο γήινο και
την ίδια ώρα, υπερβατικό τόσο υποσχόμενο, τόσο τραβηχτικό το “Κορίτσι με
τα πράσινα” που γεννιέται η ασυγκράτητη επιθυμία, ακόμα και σε όψιμα
παλληκάρια να το ακολουθήσουν κατά πόδας, όπως το παραλοϊσμένο παλληκάρι
του τραγουδιού.
Το
ίδιο ποίημα το είχε ξεχωρίσει και τ’ αγαπούσε και η αδελφή της Κατίνας
Παΐζη, η εκλεκτή ηθοποιός Αλέκα, χαρακτηρίζοντάς το, το αγαπημένο της.
Αυτό μου είχε γράψει στέλνοντάς μου κάποτε φωτογραφίες και άλλα
ενθυμήματά της αδελφής της.
Διαβάζοντας
το “Θέρος” συνειδητοποίησα πόσο γνήσια και πόσο ευαίσθητη αλλά και πόσο
σημαντική ποιήτρια ήταν η Κατίνα Παΐζη, πόσο δικαιούται ένα ακόμα
τίτλο, πέρα από εκείνον της σπουδίας δασκάλας.
Και
μας “υποχρεώνουν” αυτοί οι δυο τίτλοι, της ποιήτριας με ευαισθησίες και
της δασκάλας με ευθύνες να τη θυμόμαστε την Κατίνα Παΐζη. Ισοβίως.
*Συγγραφέας, πρώην Δήμαρχος Ηρακλείου Κρήτης
Οι φωτογραφίες είναι από: zhtunteanagnostes.blogspot.com
Το ποίημα "Η μάχη της σοδειάς" είναι από τον ιστότοπο: sarantakos.wordpress.com
Το κείμενο του Μανόλη Καρέλλη είναι από την εφημερίδα Πατρίς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου