ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ (1922-1998)
Η Λιλή Ζωγράφου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Ο πατέρας της ήταν εκδότης εφημερίδας με ιδιαίτερα φιλελεύθερες ιδέες για την εποχή του και πάθος για τη δημοσιογραφία. Η Ζωγράφου φοίτησε στο Λύκειο Κοραής και στο καθολικό γυμνάσιο των Ουρσουλίνων στη Νάξο. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής φυλακίστηκε για αντιστασιακή δράση ενώ ήταν έγκυος και γέννησε στη φυλακή. Μετά την απελευθέρωση εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Τη διετία 1953-1954 έζησε στο Παρίσι. Από τη θέση του δημοσιογράφου αντιτάχθηκε στη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1950 με τη συλλογή από νουβέλλες "Αγάπη", γνωστή έγινε όμως εννιά χρόνια αργότερα με την έκδοση του βιβλίου της "Νίκος Καζαντζάκης - ένας τραγικός", απομυθοποιητική και ψυχαναλυτική προσέγγιση της προσωπικότητας του συγγραφέα. Συζητήσεις προκάλεσε και το δοκίμιό της "Αντίγνωση - Τα δεκανίκια του καπιταλισμού" στο οποίο υποστήριξε τη θεωρία της περί του χριστιανισμού ως θεμελιακού όρου για την επικράτηση του καπιταλισμού ανά τον κόσμο.
Η Λιλή Ζωγράφου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Ο πατέρας της ήταν εκδότης εφημερίδας με ιδιαίτερα φιλελεύθερες ιδέες για την εποχή του και πάθος για τη δημοσιογραφία. Η Ζωγράφου φοίτησε στο Λύκειο Κοραής και στο καθολικό γυμνάσιο των Ουρσουλίνων στη Νάξο. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής φυλακίστηκε για αντιστασιακή δράση ενώ ήταν έγκυος και γέννησε στη φυλακή. Μετά την απελευθέρωση εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Τη διετία 1953-1954 έζησε στο Παρίσι. Από τη θέση του δημοσιογράφου αντιτάχθηκε στη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1950 με τη συλλογή από νουβέλλες "Αγάπη", γνωστή έγινε όμως εννιά χρόνια αργότερα με την έκδοση του βιβλίου της "Νίκος Καζαντζάκης - ένας τραγικός", απομυθοποιητική και ψυχαναλυτική προσέγγιση της προσωπικότητας του συγγραφέα. Συζητήσεις προκάλεσε και το δοκίμιό της "Αντίγνωση - Τα δεκανίκια του καπιταλισμού" στο οποίο υποστήριξε τη θεωρία της περί του χριστιανισμού ως θεμελιακού όρου για την επικράτηση του καπιταλισμού ανά τον κόσμο.
Όπως
η ίδια η συγραφέας αναφέρει στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του
βιβλίου, η Ιερά Σύνοδος ζήτησε τον αφορισμό της. "Κρίμα που οι "νοήμονες"
δεν της το επιτρέψανε. Στερώντας μου έτσι την τιμή να αποκτήσω το
αυθεντικό πιστοποιητικό πως είμαι υπηρέτης της αλήθειας".
Το πιο γνωστό έργο της είναι το μυθιστόρημα "Η Συβαρίτισσα" με έντονα
αυτοβιογραφικό χρώμα και εμφανείς επιρροές από τη νιτσεϊκή φιλοσοφία. Το
θεατρικό έργο της "Τιμή ευκαιρίας για τον παράδεισο" παραστάθηκε το 1976
από τη Β΄ σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Έκτοτε έδωσε στην ελληνική λογοτεχνία έργα αξιόλογα και γνώρισε την
αγάπη του αναγνωστικού κοινού.
Μέσα από το έργο της, η Ζωγράφου επέδειξε ένα
ασίγαστο πάθος για τη ζωή και τα γράμματα, αλλά
και γι’ αυτόν τον ίδιον τον άνθρωπο. Δεν χαριζόταν
ποτέ σε εκείνο που πρόκειτο να καταγγείλει και
αποδείχθηκε σκληρή πολέμια όλων των εθελόδουλων
και εθελότυφλων: «αν ξαναγινόμουν 20 χρονών, θα
ξεκινούσα από τις κορυφές των βουνών αντάρτης,
ληστής, πειρατής να ανοίξω τα μάτια εκείνων που
δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους όσο και
εκείνων που εθελοτυφλούν». Κατά την διάρκεια της
δικτατορίας των συνταγματαρχών έζησε τον
περισσότερο χρόνο στο Παρίσι και αντιτάχθηκε
περισσότερο μέσα από άρθρα της και όχι μέσα από
βιβλία που τότε ήσαν εξαιρετικά ευάλωττα στην
καθεστωτική λογοκρισία (το «Ο ηλιοπότης Ελύτης»
δεν ήταν παρά η ομιλία της στις 25 Ιανουαρίου 1971
σε μια εκδήλωση προς τιμήν του ποιητή στο «Θέατρο
Κάβα» των Αθηνών: «υπάρχουν ελάχιστοι δημιουργοί
και τα γεννήματά τους, που όταν τους μελετώ, τους
ψηλαφώ, τους προσεγγίζω, νιώθω να μου παραλύουν το
κορμί, να με αδειάζουν όπως ο ερωτικός σπασμός»).
Έκανε τρεις γάμους, απέκτησε μία θυγατέρα (με τον πρώτο σύζυγο, Μύρωνα Χατζηδάκη) και πέθανε στις 2 Οκτωβρίου 1998 στην ιδιαίτερη πατρίδα της, το Ηράκλειο, έχοντας απογοητευθεί αρκετά από την μικρότητα των ανθρώπων: «είμαστε ελεύθεροι μέχρι την στιγμή που δεν έχουμε ακόμα γνωρίσει την ασχήμια των ανθρώπων». Την ίδια χρονιά (1998) είχε κυκλοφορήσει το τελευταίο της βιβλίο «Από τη Μήδεια στη Σταχτοπούτα, Η ιστορία του φαλλού», στο προλόγισμα του οποίου η Ζωγράφου τόνιζε: «Είμαι παθιασμένη αντιφεμινίστρια για τον απλό λόγο ότι είμαι ευτυχής που γεννήθηκα γυναίκα». Λίγο πριν πεθάνει, η Ζωγράφου κληροδότησε τα συγγραφικά της δικαιώματα από τις μελλοντικές πωλήσεις των βιβλίων της υπέρ των σκοπών των «Παιδικών Χωριών SOS».
Έκανε τρεις γάμους, απέκτησε μία θυγατέρα (με τον πρώτο σύζυγο, Μύρωνα Χατζηδάκη) και πέθανε στις 2 Οκτωβρίου 1998 στην ιδιαίτερη πατρίδα της, το Ηράκλειο, έχοντας απογοητευθεί αρκετά από την μικρότητα των ανθρώπων: «είμαστε ελεύθεροι μέχρι την στιγμή που δεν έχουμε ακόμα γνωρίσει την ασχήμια των ανθρώπων». Την ίδια χρονιά (1998) είχε κυκλοφορήσει το τελευταίο της βιβλίο «Από τη Μήδεια στη Σταχτοπούτα, Η ιστορία του φαλλού», στο προλόγισμα του οποίου η Ζωγράφου τόνιζε: «Είμαι παθιασμένη αντιφεμινίστρια για τον απλό λόγο ότι είμαι ευτυχής που γεννήθηκα γυναίκα». Λίγο πριν πεθάνει, η Ζωγράφου κληροδότησε τα συγγραφικά της δικαιώματα από τις μελλοντικές πωλήσεις των βιβλίων της υπέρ των σκοπών των «Παιδικών Χωριών SOS».
Έργα της:
"Νίκος Καζαντζάκης-Ένας
τραγικός" (1959),
"Άπαντα" της Μ. Πολυδούρη (επιμέλεια, 1960),
"Το
χρυσάφι των κορμιών τους" (νουβέλα, 1961),
"Καταραμένες" (νουβέλα,
1963),
"Οι Εβραίοι κάποτε-Μικαέλ" (ιστορική μυθιστορία, 1966),
"Ελύτης, ο
ηλιοπότης" (1971),
"Παιδεία, ώρα μηδέν ή της εκμηδένισης" (συλλογή
δημοσιευμένων άρθρων της, 1972),
"Τι απόγινε κείνος που ήρθε για να
βάλει φωτιά" (θεατρικό, 1972),
"Αντιγνώση: τα δεκανίκια του
καπιταλισμού" (ιστορική μονογραφία, 1974),
"17 Νοέμβρη του 1973-Η νύχτα
της μεγάλης σφαγής" (1974),
"Τιμή ευκαιρίας για τον Παράδεισο"
(θεατρικό, Εθνικό θέατρο, 1976),
"Κ. Καρυωτάκης - Μ. Πολυδούρη, η αρχή
της αμφισβήτησης" (1977),
"Επάγγελμα πόρνη" (1978), επανέκδοση
συμπληρωμένη του "Αντιγνώση" (1981),
"Η γυναίκα που χάθηκε καβάλα στ
άλογο" (νουβέλα, 1982),
"Μου σερβίρετε ένα βασιλόπουλο, παρακαλώ;"
(νουβέλες, 1983),
"Η γυναίκα μου η αλήτισσα" (μυθιστόρημα, 1984),
"Η
Συβαρίτισσα" (μυθιστόρημα, 1987),
"Νύχτωσε αγάπη μου κι είναι χθες"
(1990),
"Παλαιοπώλης αναμνήσεων" (1991),
"Που έδυ μου το κάλλος" (1992),
"Παραλήρημα σε ντο μείζονα" (1992),
"Κάφκα, ο σύγχρονός μας" (1993),
"Η
αγάπη άργησε μια μέρα" (1994), που έγινε και τηλεοπτική σειρά,
"Από τη Μήδεια στη Σταχτοπούτα - Η ιστορία του
φαλλού" (1998).
Στις μεταφράσεις της ανήκουν: Πολιτικοί λόγοι του Τσε
Γκεβάρα, τα "Άπαντα" και το παιδαγωγικό έργο του Ιβάν Ίλιτς "Να
λευτερώσουμε το μέλλον".
Με
τη Λιλή Ζωγράφου γνωριστήκαμε την επαύριο των Φώτων του 1995, αν και
ήμασταν γείτονες από το φθινόπωρο του 1989, όταν είχα μετακομίσει στο
κέντρο της Αθήνας, σε μια μονοκατοικία της οδού Βουλγαροκτόνου. Στην
πίσω μερια είχε κήπο κι άλλο ένα σπίτι, που ακόμα και σήμερα κάθεται μια
γνωστή δικηγόρος. Η Λιλή έμενε στη Ζωοδόχου Πηγής κοντά στην
Αλεξάνδρας, στον πάνω όροφο μιας παλιάς διπλοκατοικίας με θέρμανση. Η
πλαϊνή πλευρά της αντικριζε το μικρό κηπο. Το φως στο γραφείο της ήταν
ανοιχτό μέχρι αργά τη νύχτα. Την ημέρα, συνήθως τα απογεύματα, ακουγόταν
συχνά δυνατή κλασική μουσική.
Το Φθινόπωρο του '91, την είχαμε επισκεφτεί με μια φίλη καλή προκειμένου να της ζητήσουμε μια συνέντευξη. Γνωρίζαμε ότι, εδώ και χρόνια, έγραφε μια μελέτη που αφορούσε τη σχέση ανδρών - γυναικών, ένα από τα αγαπημένα της θέματα - αυτό άλλωστε μας είχε παρακινήσει. Ηταν λιγάκι διστακτική, πρώτη φορά μας έβλεπε. Μας κράτησε στην είσοδο και - χωρίς να το αποκλείσει - μας άφησε να καταλάβουμε ότι δεν ήταν του παρόντος. Τη βασάνιζε, προφανώς, ο όγκος του υλικού που είχε μαζέψει για το τελευταίο της βιβλίο: Από τη Μήδεια στη Σταχτοπούτα. Η ιστορία του φαλλου (εκδ. Αλεξάνδρεια - 1998)
Κάμποσες φορές, από το παράθυρο του γραφείου ή της κρεβατοκάμαρας της, την είχα τσακώσει να πετά πακέτα με φαγώσιμα στα γατιά που ευδοκιμούσαν στο κήπο μας. Σκάλωναν συχνά στα κλαδιά των οπωροφόρων δέντρων. Μια μέρα την είδα ανεβασμένη στο παγκάκι, προσπαθούσε να τα ρίξει στο έδαφος μ' ενα μπαστούνι - ατηγάνιστα νοστιμότατα ψάρια. Βρωμούσαν όμως αν έμεναν μπλεγμενα στα κλαδιά. Οταν της έγινε η παρατήρηση, ερχόταν πια και τάιζε τις γάτες στον κήπο, παρά το γεγονός ότι έπρεπε να κατέβει δύο μεγάλες σκάλες - η μια ξύλινη - και να τις ανέβει μετά. Πρέπει να ήταν αρχή καλοκαιριού του ΄93.
Μιαν άλλη φορά, καθώς με τη δικηγόρο προσπαθούσαμε να αποσπάσουμε ένα εξαιρετικό, πρόσθετο ξύλινο σκάλισμα από ένα έπιπλο παλιό, ένα παντζούρι άνοιξε με πάταγο και ακούστηκε μια βαθιά, γεμάτη βραχνάδα, οργισμένη φωνή - καταιγισμός στην αιθρία! Δεν θυμάμαι τι έλεγε, πάντως στο τέλος μας περιέλουσε και μ’ ένα ξεγυρισμένο "αι σιχτίρ". Την είχαμε ξυπνήσει από τον πολύτιμο μεσημεριανό ύπνο της. Ηταν άνθρωπος αψύς, καθώς είχα ακούσει, δεν χαριζόταν σε κανέναν όταν την ενοχλούσε κάτι. Στη γειτονια επικρατούσε ήδη ο μύθος της Λιλής Ζωγράφου, από την καλή αλλά κι από την ανάποδη όψη του, τον οποίο της άρεσε να τον καλλιεργεί ποικιλοτρόπως.
Η ημέρα του Αι Γιάννη έπεφτε Κυριακή, κοιμόμουν όταν χτύπησε το κουδούνι. Μέσα στην παραζάλη, άκουσα τη φωνή της Λιλής να καλημερίζει την αδελφή μου. Δεν ήταν μόνη, συνοδευόταν από μια νεαρή φίλη της, γειτόνισσα κι αυτή. Τις είχα δει, μαζί με άλλους, στο ψιλικατζίδικο της γωνίας όπου μαζευόντουσαν μερικα βραδάκια. Η Λιλή ήταν άνθρωπος ανοιχτόκαρδος, προσιτός, της άρεσε να γνωρίζει τους νέους και να συζητά μαζί τους. Είχα εξαφανιστεί από την απρόσμενη επίσκεψη. Εκείνες τις μέρες έψαχνα ένα παλιό βιβλιο, είχε εκδοθεί το 1964 με την επιμέλεια του Αρη Δικταίου, σπάνιο. Αμέσως σκέφτηκα να ρωτήσω τη Λιλή, ίσως αυτή να το είχε.
Μαζί τους ήταν και ο Πον - Πον, ένα κοντοπίθαρο σκυλάκι ανοιχτού χρώματος, με μακρύ τρίχωμα και μάτια γουρλωτά - ράτσα Πομερανίας, αν δεν κάνω λαθος. Τη ρώτησα πρώτα για την επίσκεψή της. Είχε μάθει ότι πουλιόταν το σπίτι κι ενδιαφερόταν.
Το ακίνητο όπου νοικιαζε το δικο της, θα έβγαινε σε λίγους μήνες στο σφυρί. Εκανε μια κίνηση απελπισίας όταν τη ρώτησα για τη μελέτη της, θα καθυστερούσε πολύ για να φτάσει στο τυπογραφείο. Δεν θυμάμαι τι άλλο είπαμε, πάντως χάρηκε όταν έμαθε ότι ήμουν κι εγώ από την Κρήτη. Στο τέλος της έκανα και την ερώτηση που με έκαιγε. "Πρέπει να το έχω, νομίζω ότι ο Δικταίος μου είχε δώσει ένα αντίτυπο, θα κοιτάξω".
"Ενα δύο χρόνια πριν πεθάνει", της λέω, "τον τίμησαν μ' ένα κρατικό βραβειο ποίησης!". Το γέλιο της ήταν τρανταχτό. Αν και γνώριζα την απάντηση, τόλμησα να ρωτήσω: "Εσάς, γιατί δεν σας έχουν βραβεύσει;" Μειδίασε ειρωνικα. "Εμένα παιδί μου, δεν θα με βραβεύσουν ποτέ γιατί τους ενοχλώ. Τι να το κάνω; Το αληθινό βραβείο μου το δίνει ο κόσμος που αγοράζει τα βιβλία μου". Είχε απόλυτο δίκιο. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι η Λιλή δεν ήταν η ευνοούμενη της κριτικής εξαιτίας του χαρακτήρα της. Δεν της άρεσε να κολακεύει αλλά ούτε και να σιωπά. Δεν ανήκει στους συγγραφείς μας που επιβλήθηκαν εκ των άνω στο αναγνωστικό κοινό. Το τελευταίο, αντίθετα, την ανακάλυψε από μόνο του, με αποτέλεσμα τα βιβλία της να γνωρίζουν απανωτές εκδόσεις.
Δύο μέρες μετά, έστειλε ένα φίλο της αρχιτέκτονα για να ελέγξει το σπίτι. Ηταν πολύ παλιό, του 1905, δεν τη συνέφερε να το αγοράσει. Εκείνος μου έδωσε και το ακριβοθώρητο βιβλίο. Της τηλεφώνησα για να την ευχαριστήσω και να της πω ότι θα το επέστρεφα σε λίγες μέρες.
"Χάρισμά σου, παιδί μου, το χρειάζεσαι, τι να το κάνω εγώ;" Συναντηθήκαμε κι άλλες φορές εκείνη τη χρονιά. Συζητούσαμε για χίλια δύο θέματα, από απλά καθημερινά πράγματα έως και σχόλια της πολιτικής επικαιρότητας. Μερικές φορές τη συναντούσα καθώς ετοιμαζόταν να πάει σε κάποιο τραπέζι ή στο Μέγαρο Μουσικής, στο οποίο είχε γραφτεί μέλος. Ηταν πάντοτε καλοντυμένη, φινετσάτα ρούχα και κοσμήματα, διακριτικό μακιγιάζ, χτενισμα προσεγμένο. Δεν θυμάμαι να την είδα ποτέ ατημέλητη.
Το Πάσχα του '95 ήλθε στην Κρήτη για διακοπές, τα τελευταία χρόνια το συνήθιζε. Είχε πουλήσει το σπίτι της στη Μίλατο σ’ ένα ζευγάρι Αγγλων, είχε βαφτίσει και το κοριτσάκι τους.
Ηταν πολύ χαρούμενη όταν γύρισε, ανανεωμένη. Ανοιξε ένα μενταγιόν και μου έδειξε τη φωτογραφία της μικρής. "Δεν είναι γλύκα; Τώρα, στα γεράματα, μαθαίνω κι Αγγλικά"! Τη ρώτησα αν είχε βρει το κατάλληλο σπίτι. Είχε δει μερικά αλλά δεν της άρεσαν, εξάλλου είχε αλλάξει πια γνώμη. "Γιατί ν' αγοράσω τώρα σπίτι; Θα νοικιάσω ξανά". Πλησίαζε έντεκα το βράδυ, όταν με χτύπησε απαλά στο γόνατο. "Τι λες, πάμε στο σπίτι μου για μια ρακή;"
Μια άνετη αστική κατοικία του παλιού καιρού, πολύ καλά διατηρημένη. Οσην ώρα βρισκόταν στην κουζίνα, παρατηρούσα τη διακόσμηση, λιτή και καλόγουστη. Επιπλα παλιά, δουλεμένα στο χέρι, λιγοστά κάδρα, ωραία αντικείμενα. Γοητεύτηκα από τρία ποτήρια με σκαλίσματα, διαφορετικού χρώματος. Ενετικά, όπως έμαθα, κειμήλια της οικογενειας. Καθήσαμε στις δύο ακρες του καναπέ, απέναντι ήταν ένα ανάκλιντρο, στη μέσα ένας δίσκος με βότκα, παγάκια και μπατόν σαλέ. Στο πικάπ γύριζε ένας δίσκος του Μάλερ. Δεν θυμάμαι πως άρχισε η κουβέντα, ίσως με τις εντυπώσεις της από το πρόσφατο ταξίδι στην Κρήτη.
Τη ρώτησα αν έγραφε κάτι καινούργιο. "Εχω μια ιδέα για μυθιστόρημα. Ο κεντρικός ήρωας, αυτή τη φορά, θα είναι άντρας", Επικρότησα, επισημαίνοντας ότι οι πιο ολοκληρωμένοι χαρακτήρες στα βιβλία της είναι γυναίκες. "Ενας ξεπεσμένος αριστοκράτης", προσθεσε, "που γνωρίζεται με δύο παστρικές..". Ο Πον - πον ήταν ξαπλωμένος χάμω στα πόδια της. Μια περσική γάτα είχε εμφανιστεί, στάθηκε σε απόσταση και με παρατηρούσε, διερευνητική. Αλλη μια φάνηκε, ένας ασπροκόκκινος κεραμιδόγατος. Δεν είχε αρχίσει ακόμα το νέο βιβλίο της. "Μετά την άνοιξη εχει πολύ φως, δυσκολεύομαι να γράψω".
Οταν με ρώτησε ποιά βιβλία της είχα διαβάσει, δεν της έκρυψα την προτίμησή μου για εκείνο που είχε κυκλοφορήσει πέρυσι, Η αγάπη άργησε μια μέρα, καθώς επίσης και για παλιότερη νουβέλα της, Και το χρυσάφι των κορμιών τους, με θέμα προκλητικό για την εποχή της πρώτης δημοσίευσής της. Από τα δοκίμια της ανέφερα εκείνο που είχε γράψει για τον Καζαντζάκη και την Αντιγνώση, την οποίαν όμως - της ομολόγησα - ότι δεν κατόρθωσα να την τελειώσω. "Εχεις διαβάσει τη Συβαρίτισσα"; Της έγνεψα αρνητικά. Στο μεταξύ, η περσική γάτα είχε πλησιάσει και με ανίχνευε μυρίζοντας. Ξαφνικά, ανέβηκε στον καναπέ και κάθησε για λίγο στα πόδια μου. Οπως μου είπε η Λιλή, έκρινε συχνά τους επισκέπτες της από τη συμπεριφορά που κρατούσαν τα ζωά της απέναντί τους.
Μίλησε για τα δύσκολα παιδικά της χρόνια και την καταπίεση που ασκούσε στην οικογένεια ο αυστηρός πατέρας, για το σχολείο των γαλλοφωνων καλογραιών, τη δικτατορία του Μεταξά, τον πόλεμο, τη σύλληψη και φυλάκισή της από τους κατακτητές. Για την προσωπική της επανάσταση, την παλιά Αθήνα κι τον κύκλο των αριστερών διανοούμεων. "Ο Καζαντζάκης ήταν αυτό που έχω γράψει: ένας άνθρωπος τραγικός". Την Πολυδούρη, βέβαια, δεν πρόλαβε να τη γνωρίσει.
Τη θαύμαζε όμως πολύ. Φύση ρομαντική, προπορευόταν της εποχής της, μια μποέμισσα. Μίλησε ακόμα για τη φτώχεια και τα επαγγέλματα που άλλαζε, "το τίμημα της ελευθερίας" της όπως έλεγε, για τα ταξίδια στο Παρίσι, τη χούντα, τη μεταπολίτευση...
Μέσα σε λίγην ώρα πέρασε μπροστά στα μάτια μου η Ελλάδα, από τη δεκαετία του '30 και μετά, με τα πάθη και τα δεινά της. Η Λιλή ήταν ένας συναρπαστικός και οξύνους συνομιλητης, με βαθειά καλλίεργεια, από τους ανθρώπους που σπανίζουν στην εποχή μας. Πόσο εκφραστική γινόταν όταν μιλούσε για τα νιάτα της! Οχι μόνο στο πρόσωπο - κυρίως στα μάτια που έλαμπαν - αλλά και στις κινήσεις των χεριών της που απλωνονταν ή μαζεύονταν όλο χάρη. "Μια απήχησις των ημερών της ηδονής...", καθώς γράφει και ο Καβάφης. Γύρω στη μια σηκώθηκα να φύγω, ήταν κουρασμένη. "Στάσου", μου είπε στο χωλ, "να σου δώσω τη Συβαρίτισσα". Εφερε το βιβλίο, δεν είχε άλλο αντίτυπο, μου το δάνειζε από το αρχείο της. "Θα σου πω κάτι, αλλά μην το πεις πουθενά. Είναι αυτοβιογραφικό!". Οπως έμαθα αργότερα, δεν ήμουν ο μόνος που το γνώριζα.
Σε μιαν άλλη συνάντησή μας, διάβαζε το μυθιστόρημα ενός νέου συγγραφέα, από εκείνα που της έστελναν. Δεν το είχε τελειώσει, αλλά δυσανασχετούσε ακόμη και με τον τίτλο. Εγραφε κι ένα άρθρο για την "Ελευθεροτυπία". Νομίζω ότι αξίζει να συγκεντρωθούν τα κείμενά της που έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες ή περιοδικά. Στο παρελθόν, η Λιλή ήταν και δημοσιογράφος. Ανεξάρτητα από το λογοτεχνικό ή δοκιμιακό έργο της, πιστεύω ότι τα άρθρα αυτά μας παρουσιάζουν ανάγλυφο τον άνθρωπο και τις ιδεες του πάνω σε κρίσιμα ζητήματα. Μου ανέφερε ότι την είχαν καλέσει για μα διάλεξη στην Καστοριά, σκεφτόταν να διαβάσει κάποιο απόσπασμα από τη μελέτη της, δεν την είχε τελειώσει ακόμα.
Οταν την είδα ξανά, είχε αλλαξει γνώμη. Θα διάβαζε μια παλιότερη διάλεξή της, Κάφκα, ο σύγχρονος μας. Της επισήμανα ότι είχε ήδη τυπωθεί σε βιβλίο, πιθανόν κάποιοι από τους ακροατές να το είχαν διαβάσει. Συμφωνησε, αλλα δεν είχε χρόνο στη διάθεσή της για να ετοιμάσει κάτι καινούργιο. Θεωρούσε ότι το θέμα της μελέτης ήταν ένα μάλλον τολμηρό για μιαν επαρχιακή πόλη. Της υπενθύμισα ότι στο παρελθόν δεν είχε διστάσει μπροστά σε δεινότερες καταστάσεις. Η παρατήρησή της ήταν καίρια: "Ναι, μόνο που τότε ήξερες με ποιούς είχες να κάνεις!". Τελικά, όπως μου είπε όταν γύρισε, είχε ακολουθήσει την αρχική της σκέψη και το κοινό έμεινε κατενθουσιασμένο. Το γεγονός αυτό στάθηκε και το κίνητρο για να δει τη μελέτη της από άλλη σκοπιά και να αποφασίσει να την τελειώσει. Επειδή όλο τον προηγούμενο καιρό είχα δει το φως στο γραφείο της ανοιχτό μέχρι αργά, τη ρώτησα. Είχε αρχίσει το νέο της βιβλίο.
Επειτα χαθήκαμε για ένα χρόνο και κάτι. Το σπίτι όπου έμενα είχε πουληθεί, η Λιλή είχε μετακομίσει, κανείς στην παλιά γειτονιά μας δεν μπορούσε να μου δώσει πληροφορίες. Αρχές Σεπτεμβρίου του '96 συναντηθήκαμε εντελώς τυχαία, μεσημέρι, στην οδο Μαυρομιχάλη. Η Λιλή είχε βγάλει βόλτα το σκυλάκι της. Με πήρε αγκαζέ και πήγαμε να μου δείξει το νέο της σπίτι. Ηταν στην οδό Διδότου, ένα μεγάλο διαμέρισμα στον τέταρτο όροφο.
Πάτησε το κουμπί του ανελκυστήρα με ανακούφιση. "Ευτυχώς, δεν μπορώ πια ν’ ανεβαίνω τις σκάλες...". Η μελέτη της προχωρούσε αργά μα σταθερά. Φεύγοντας μου έδωσε και τον αριθμό του τηλεφώνου της. Πότε - πότε της τηλεφωνούσα, αλλά αυτού του είδους η επικοινωνία δεν μ’ αρέσει, ιδιαίτερα όταν έχεις να κάνει με τόσο ζωντανούς ανθρώπους όπως η Λιλή.
Αρχές Μαρτίου του '97, πέρασα για να της αφήσω ένα περιοδικό όπου δημοσιευόταν κάτι δικό μου. Ηταν καταπονημένη. "Την Ανοιξη όλοι εμείς οι ηλικιωμένοι δεν νιωθουμε καλά". Η μελέτη δεν είχε τελειώσει, φαινόταν απηυδισμένη. "Να την τελειώσω και ν' αρχίσω ένα μυθιστόρημα - αυτό θέλω". Τη ρώτησα για εκείνο που είχε αρχίσει το καλοκαίρι του '95. Το είχε παρατήσει. Μου μίλησε για την τηλεοπτική σειρά που γυριζόταν το τελευταίο λογοτεχνικό βιβλίο της. Δεν της άρεσε η διανομή των ρόλων, δεν μπορούσε να φανταστεί την Καραμπέτη να υποδύεται την Ασπασία, μια στεγνή γεροντοκόρη. Είχε πάει μερικές φορές στα γυρίσματα, αλλά μετά σταμάτησε. Ηταν πολύ περίεργη για το αποτέλεσμα.
Μια νέα συνάντησή μας, τον Ιανουάριο του ΄98 ματαιώθηκε επειδή η Λιλή είχε εισαχθεί εσπευσμένα στο νοσοκομείο. Τον Ιούνιο του '98 συναντηθηκαμε για τελευταία φορά. Ο Πον - Πον είχε πεθάνει, αλλά είχε πάρει ένα νέο σκυλάκι.
Η μελέτη της είχε τελειώσει, θα τυπωνόταν σε λίγον καιρό. Οι γιατροί της είχαν απαγορεύσει το κάπνισμα. Εκείνη το είχε περιορίσει στα δέκα τσιγάρα. Αυτό ήταν άθλος, αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι η Λιλή κάπνιζε πάρα πολύ. Τη ρώτησα αν είχε αρχίσει να γράφει το μυθιστόρημα που τόσο επιθυμούσε. Η απάντησή της ήταν έμμεση. "Οταν έγραφα, κάπνιζα πολύ". Τον Ιούλιο θα ερχόταν ξανά στην Κρήτη, θα συναντιόμασταν εκεί. Ηταν κόσμος πολύς, δεν μιλήσαμε, πρόλαβα μόνο να χαϊδέψω μια τούφα των μαλλιών της. Σκεφτόμουν ότι ο χαρακτηρισμός που της είχε δώσει, πριν από δεκα περίπου χρόνια, ο Δημοσθ. Κουρτοβικ ήταν καίριος. Ναι, η Λιλή Ζωγράφου ήταν και θα παραμείνει η σκοτεινή θεά Εκάτη της λογοτεχνίας μας.
* Σαράντα μέρες από το θάνατό της
Το Φθινόπωρο του '91, την είχαμε επισκεφτεί με μια φίλη καλή προκειμένου να της ζητήσουμε μια συνέντευξη. Γνωρίζαμε ότι, εδώ και χρόνια, έγραφε μια μελέτη που αφορούσε τη σχέση ανδρών - γυναικών, ένα από τα αγαπημένα της θέματα - αυτό άλλωστε μας είχε παρακινήσει. Ηταν λιγάκι διστακτική, πρώτη φορά μας έβλεπε. Μας κράτησε στην είσοδο και - χωρίς να το αποκλείσει - μας άφησε να καταλάβουμε ότι δεν ήταν του παρόντος. Τη βασάνιζε, προφανώς, ο όγκος του υλικού που είχε μαζέψει για το τελευταίο της βιβλίο: Από τη Μήδεια στη Σταχτοπούτα. Η ιστορία του φαλλου (εκδ. Αλεξάνδρεια - 1998)
Κάμποσες φορές, από το παράθυρο του γραφείου ή της κρεβατοκάμαρας της, την είχα τσακώσει να πετά πακέτα με φαγώσιμα στα γατιά που ευδοκιμούσαν στο κήπο μας. Σκάλωναν συχνά στα κλαδιά των οπωροφόρων δέντρων. Μια μέρα την είδα ανεβασμένη στο παγκάκι, προσπαθούσε να τα ρίξει στο έδαφος μ' ενα μπαστούνι - ατηγάνιστα νοστιμότατα ψάρια. Βρωμούσαν όμως αν έμεναν μπλεγμενα στα κλαδιά. Οταν της έγινε η παρατήρηση, ερχόταν πια και τάιζε τις γάτες στον κήπο, παρά το γεγονός ότι έπρεπε να κατέβει δύο μεγάλες σκάλες - η μια ξύλινη - και να τις ανέβει μετά. Πρέπει να ήταν αρχή καλοκαιριού του ΄93.
Μιαν άλλη φορά, καθώς με τη δικηγόρο προσπαθούσαμε να αποσπάσουμε ένα εξαιρετικό, πρόσθετο ξύλινο σκάλισμα από ένα έπιπλο παλιό, ένα παντζούρι άνοιξε με πάταγο και ακούστηκε μια βαθιά, γεμάτη βραχνάδα, οργισμένη φωνή - καταιγισμός στην αιθρία! Δεν θυμάμαι τι έλεγε, πάντως στο τέλος μας περιέλουσε και μ’ ένα ξεγυρισμένο "αι σιχτίρ". Την είχαμε ξυπνήσει από τον πολύτιμο μεσημεριανό ύπνο της. Ηταν άνθρωπος αψύς, καθώς είχα ακούσει, δεν χαριζόταν σε κανέναν όταν την ενοχλούσε κάτι. Στη γειτονια επικρατούσε ήδη ο μύθος της Λιλής Ζωγράφου, από την καλή αλλά κι από την ανάποδη όψη του, τον οποίο της άρεσε να τον καλλιεργεί ποικιλοτρόπως.
Η ημέρα του Αι Γιάννη έπεφτε Κυριακή, κοιμόμουν όταν χτύπησε το κουδούνι. Μέσα στην παραζάλη, άκουσα τη φωνή της Λιλής να καλημερίζει την αδελφή μου. Δεν ήταν μόνη, συνοδευόταν από μια νεαρή φίλη της, γειτόνισσα κι αυτή. Τις είχα δει, μαζί με άλλους, στο ψιλικατζίδικο της γωνίας όπου μαζευόντουσαν μερικα βραδάκια. Η Λιλή ήταν άνθρωπος ανοιχτόκαρδος, προσιτός, της άρεσε να γνωρίζει τους νέους και να συζητά μαζί τους. Είχα εξαφανιστεί από την απρόσμενη επίσκεψη. Εκείνες τις μέρες έψαχνα ένα παλιό βιβλιο, είχε εκδοθεί το 1964 με την επιμέλεια του Αρη Δικταίου, σπάνιο. Αμέσως σκέφτηκα να ρωτήσω τη Λιλή, ίσως αυτή να το είχε.
Μαζί τους ήταν και ο Πον - Πον, ένα κοντοπίθαρο σκυλάκι ανοιχτού χρώματος, με μακρύ τρίχωμα και μάτια γουρλωτά - ράτσα Πομερανίας, αν δεν κάνω λαθος. Τη ρώτησα πρώτα για την επίσκεψή της. Είχε μάθει ότι πουλιόταν το σπίτι κι ενδιαφερόταν.
Το ακίνητο όπου νοικιαζε το δικο της, θα έβγαινε σε λίγους μήνες στο σφυρί. Εκανε μια κίνηση απελπισίας όταν τη ρώτησα για τη μελέτη της, θα καθυστερούσε πολύ για να φτάσει στο τυπογραφείο. Δεν θυμάμαι τι άλλο είπαμε, πάντως χάρηκε όταν έμαθε ότι ήμουν κι εγώ από την Κρήτη. Στο τέλος της έκανα και την ερώτηση που με έκαιγε. "Πρέπει να το έχω, νομίζω ότι ο Δικταίος μου είχε δώσει ένα αντίτυπο, θα κοιτάξω".
"Ενα δύο χρόνια πριν πεθάνει", της λέω, "τον τίμησαν μ' ένα κρατικό βραβειο ποίησης!". Το γέλιο της ήταν τρανταχτό. Αν και γνώριζα την απάντηση, τόλμησα να ρωτήσω: "Εσάς, γιατί δεν σας έχουν βραβεύσει;" Μειδίασε ειρωνικα. "Εμένα παιδί μου, δεν θα με βραβεύσουν ποτέ γιατί τους ενοχλώ. Τι να το κάνω; Το αληθινό βραβείο μου το δίνει ο κόσμος που αγοράζει τα βιβλία μου". Είχε απόλυτο δίκιο. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι η Λιλή δεν ήταν η ευνοούμενη της κριτικής εξαιτίας του χαρακτήρα της. Δεν της άρεσε να κολακεύει αλλά ούτε και να σιωπά. Δεν ανήκει στους συγγραφείς μας που επιβλήθηκαν εκ των άνω στο αναγνωστικό κοινό. Το τελευταίο, αντίθετα, την ανακάλυψε από μόνο του, με αποτέλεσμα τα βιβλία της να γνωρίζουν απανωτές εκδόσεις.
Δύο μέρες μετά, έστειλε ένα φίλο της αρχιτέκτονα για να ελέγξει το σπίτι. Ηταν πολύ παλιό, του 1905, δεν τη συνέφερε να το αγοράσει. Εκείνος μου έδωσε και το ακριβοθώρητο βιβλίο. Της τηλεφώνησα για να την ευχαριστήσω και να της πω ότι θα το επέστρεφα σε λίγες μέρες.
"Χάρισμά σου, παιδί μου, το χρειάζεσαι, τι να το κάνω εγώ;" Συναντηθήκαμε κι άλλες φορές εκείνη τη χρονιά. Συζητούσαμε για χίλια δύο θέματα, από απλά καθημερινά πράγματα έως και σχόλια της πολιτικής επικαιρότητας. Μερικές φορές τη συναντούσα καθώς ετοιμαζόταν να πάει σε κάποιο τραπέζι ή στο Μέγαρο Μουσικής, στο οποίο είχε γραφτεί μέλος. Ηταν πάντοτε καλοντυμένη, φινετσάτα ρούχα και κοσμήματα, διακριτικό μακιγιάζ, χτενισμα προσεγμένο. Δεν θυμάμαι να την είδα ποτέ ατημέλητη.
Το Πάσχα του '95 ήλθε στην Κρήτη για διακοπές, τα τελευταία χρόνια το συνήθιζε. Είχε πουλήσει το σπίτι της στη Μίλατο σ’ ένα ζευγάρι Αγγλων, είχε βαφτίσει και το κοριτσάκι τους.
Ηταν πολύ χαρούμενη όταν γύρισε, ανανεωμένη. Ανοιξε ένα μενταγιόν και μου έδειξε τη φωτογραφία της μικρής. "Δεν είναι γλύκα; Τώρα, στα γεράματα, μαθαίνω κι Αγγλικά"! Τη ρώτησα αν είχε βρει το κατάλληλο σπίτι. Είχε δει μερικά αλλά δεν της άρεσαν, εξάλλου είχε αλλάξει πια γνώμη. "Γιατί ν' αγοράσω τώρα σπίτι; Θα νοικιάσω ξανά". Πλησίαζε έντεκα το βράδυ, όταν με χτύπησε απαλά στο γόνατο. "Τι λες, πάμε στο σπίτι μου για μια ρακή;"
Μια άνετη αστική κατοικία του παλιού καιρού, πολύ καλά διατηρημένη. Οσην ώρα βρισκόταν στην κουζίνα, παρατηρούσα τη διακόσμηση, λιτή και καλόγουστη. Επιπλα παλιά, δουλεμένα στο χέρι, λιγοστά κάδρα, ωραία αντικείμενα. Γοητεύτηκα από τρία ποτήρια με σκαλίσματα, διαφορετικού χρώματος. Ενετικά, όπως έμαθα, κειμήλια της οικογενειας. Καθήσαμε στις δύο ακρες του καναπέ, απέναντι ήταν ένα ανάκλιντρο, στη μέσα ένας δίσκος με βότκα, παγάκια και μπατόν σαλέ. Στο πικάπ γύριζε ένας δίσκος του Μάλερ. Δεν θυμάμαι πως άρχισε η κουβέντα, ίσως με τις εντυπώσεις της από το πρόσφατο ταξίδι στην Κρήτη.
Τη ρώτησα αν έγραφε κάτι καινούργιο. "Εχω μια ιδέα για μυθιστόρημα. Ο κεντρικός ήρωας, αυτή τη φορά, θα είναι άντρας", Επικρότησα, επισημαίνοντας ότι οι πιο ολοκληρωμένοι χαρακτήρες στα βιβλία της είναι γυναίκες. "Ενας ξεπεσμένος αριστοκράτης", προσθεσε, "που γνωρίζεται με δύο παστρικές..". Ο Πον - πον ήταν ξαπλωμένος χάμω στα πόδια της. Μια περσική γάτα είχε εμφανιστεί, στάθηκε σε απόσταση και με παρατηρούσε, διερευνητική. Αλλη μια φάνηκε, ένας ασπροκόκκινος κεραμιδόγατος. Δεν είχε αρχίσει ακόμα το νέο βιβλίο της. "Μετά την άνοιξη εχει πολύ φως, δυσκολεύομαι να γράψω".
Οταν με ρώτησε ποιά βιβλία της είχα διαβάσει, δεν της έκρυψα την προτίμησή μου για εκείνο που είχε κυκλοφορήσει πέρυσι, Η αγάπη άργησε μια μέρα, καθώς επίσης και για παλιότερη νουβέλα της, Και το χρυσάφι των κορμιών τους, με θέμα προκλητικό για την εποχή της πρώτης δημοσίευσής της. Από τα δοκίμια της ανέφερα εκείνο που είχε γράψει για τον Καζαντζάκη και την Αντιγνώση, την οποίαν όμως - της ομολόγησα - ότι δεν κατόρθωσα να την τελειώσω. "Εχεις διαβάσει τη Συβαρίτισσα"; Της έγνεψα αρνητικά. Στο μεταξύ, η περσική γάτα είχε πλησιάσει και με ανίχνευε μυρίζοντας. Ξαφνικά, ανέβηκε στον καναπέ και κάθησε για λίγο στα πόδια μου. Οπως μου είπε η Λιλή, έκρινε συχνά τους επισκέπτες της από τη συμπεριφορά που κρατούσαν τα ζωά της απέναντί τους.
Μίλησε για τα δύσκολα παιδικά της χρόνια και την καταπίεση που ασκούσε στην οικογένεια ο αυστηρός πατέρας, για το σχολείο των γαλλοφωνων καλογραιών, τη δικτατορία του Μεταξά, τον πόλεμο, τη σύλληψη και φυλάκισή της από τους κατακτητές. Για την προσωπική της επανάσταση, την παλιά Αθήνα κι τον κύκλο των αριστερών διανοούμεων. "Ο Καζαντζάκης ήταν αυτό που έχω γράψει: ένας άνθρωπος τραγικός". Την Πολυδούρη, βέβαια, δεν πρόλαβε να τη γνωρίσει.
Τη θαύμαζε όμως πολύ. Φύση ρομαντική, προπορευόταν της εποχής της, μια μποέμισσα. Μίλησε ακόμα για τη φτώχεια και τα επαγγέλματα που άλλαζε, "το τίμημα της ελευθερίας" της όπως έλεγε, για τα ταξίδια στο Παρίσι, τη χούντα, τη μεταπολίτευση...
Μέσα σε λίγην ώρα πέρασε μπροστά στα μάτια μου η Ελλάδα, από τη δεκαετία του '30 και μετά, με τα πάθη και τα δεινά της. Η Λιλή ήταν ένας συναρπαστικός και οξύνους συνομιλητης, με βαθειά καλλίεργεια, από τους ανθρώπους που σπανίζουν στην εποχή μας. Πόσο εκφραστική γινόταν όταν μιλούσε για τα νιάτα της! Οχι μόνο στο πρόσωπο - κυρίως στα μάτια που έλαμπαν - αλλά και στις κινήσεις των χεριών της που απλωνονταν ή μαζεύονταν όλο χάρη. "Μια απήχησις των ημερών της ηδονής...", καθώς γράφει και ο Καβάφης. Γύρω στη μια σηκώθηκα να φύγω, ήταν κουρασμένη. "Στάσου", μου είπε στο χωλ, "να σου δώσω τη Συβαρίτισσα". Εφερε το βιβλίο, δεν είχε άλλο αντίτυπο, μου το δάνειζε από το αρχείο της. "Θα σου πω κάτι, αλλά μην το πεις πουθενά. Είναι αυτοβιογραφικό!". Οπως έμαθα αργότερα, δεν ήμουν ο μόνος που το γνώριζα.
Σε μιαν άλλη συνάντησή μας, διάβαζε το μυθιστόρημα ενός νέου συγγραφέα, από εκείνα που της έστελναν. Δεν το είχε τελειώσει, αλλά δυσανασχετούσε ακόμη και με τον τίτλο. Εγραφε κι ένα άρθρο για την "Ελευθεροτυπία". Νομίζω ότι αξίζει να συγκεντρωθούν τα κείμενά της που έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες ή περιοδικά. Στο παρελθόν, η Λιλή ήταν και δημοσιογράφος. Ανεξάρτητα από το λογοτεχνικό ή δοκιμιακό έργο της, πιστεύω ότι τα άρθρα αυτά μας παρουσιάζουν ανάγλυφο τον άνθρωπο και τις ιδεες του πάνω σε κρίσιμα ζητήματα. Μου ανέφερε ότι την είχαν καλέσει για μα διάλεξη στην Καστοριά, σκεφτόταν να διαβάσει κάποιο απόσπασμα από τη μελέτη της, δεν την είχε τελειώσει ακόμα.
Οταν την είδα ξανά, είχε αλλαξει γνώμη. Θα διάβαζε μια παλιότερη διάλεξή της, Κάφκα, ο σύγχρονος μας. Της επισήμανα ότι είχε ήδη τυπωθεί σε βιβλίο, πιθανόν κάποιοι από τους ακροατές να το είχαν διαβάσει. Συμφωνησε, αλλα δεν είχε χρόνο στη διάθεσή της για να ετοιμάσει κάτι καινούργιο. Θεωρούσε ότι το θέμα της μελέτης ήταν ένα μάλλον τολμηρό για μιαν επαρχιακή πόλη. Της υπενθύμισα ότι στο παρελθόν δεν είχε διστάσει μπροστά σε δεινότερες καταστάσεις. Η παρατήρησή της ήταν καίρια: "Ναι, μόνο που τότε ήξερες με ποιούς είχες να κάνεις!". Τελικά, όπως μου είπε όταν γύρισε, είχε ακολουθήσει την αρχική της σκέψη και το κοινό έμεινε κατενθουσιασμένο. Το γεγονός αυτό στάθηκε και το κίνητρο για να δει τη μελέτη της από άλλη σκοπιά και να αποφασίσει να την τελειώσει. Επειδή όλο τον προηγούμενο καιρό είχα δει το φως στο γραφείο της ανοιχτό μέχρι αργά, τη ρώτησα. Είχε αρχίσει το νέο της βιβλίο.
Επειτα χαθήκαμε για ένα χρόνο και κάτι. Το σπίτι όπου έμενα είχε πουληθεί, η Λιλή είχε μετακομίσει, κανείς στην παλιά γειτονιά μας δεν μπορούσε να μου δώσει πληροφορίες. Αρχές Σεπτεμβρίου του '96 συναντηθήκαμε εντελώς τυχαία, μεσημέρι, στην οδο Μαυρομιχάλη. Η Λιλή είχε βγάλει βόλτα το σκυλάκι της. Με πήρε αγκαζέ και πήγαμε να μου δείξει το νέο της σπίτι. Ηταν στην οδό Διδότου, ένα μεγάλο διαμέρισμα στον τέταρτο όροφο.
Πάτησε το κουμπί του ανελκυστήρα με ανακούφιση. "Ευτυχώς, δεν μπορώ πια ν’ ανεβαίνω τις σκάλες...". Η μελέτη της προχωρούσε αργά μα σταθερά. Φεύγοντας μου έδωσε και τον αριθμό του τηλεφώνου της. Πότε - πότε της τηλεφωνούσα, αλλά αυτού του είδους η επικοινωνία δεν μ’ αρέσει, ιδιαίτερα όταν έχεις να κάνει με τόσο ζωντανούς ανθρώπους όπως η Λιλή.
Αρχές Μαρτίου του '97, πέρασα για να της αφήσω ένα περιοδικό όπου δημοσιευόταν κάτι δικό μου. Ηταν καταπονημένη. "Την Ανοιξη όλοι εμείς οι ηλικιωμένοι δεν νιωθουμε καλά". Η μελέτη δεν είχε τελειώσει, φαινόταν απηυδισμένη. "Να την τελειώσω και ν' αρχίσω ένα μυθιστόρημα - αυτό θέλω". Τη ρώτησα για εκείνο που είχε αρχίσει το καλοκαίρι του '95. Το είχε παρατήσει. Μου μίλησε για την τηλεοπτική σειρά που γυριζόταν το τελευταίο λογοτεχνικό βιβλίο της. Δεν της άρεσε η διανομή των ρόλων, δεν μπορούσε να φανταστεί την Καραμπέτη να υποδύεται την Ασπασία, μια στεγνή γεροντοκόρη. Είχε πάει μερικές φορές στα γυρίσματα, αλλά μετά σταμάτησε. Ηταν πολύ περίεργη για το αποτέλεσμα.
Μια νέα συνάντησή μας, τον Ιανουάριο του ΄98 ματαιώθηκε επειδή η Λιλή είχε εισαχθεί εσπευσμένα στο νοσοκομείο. Τον Ιούνιο του '98 συναντηθηκαμε για τελευταία φορά. Ο Πον - Πον είχε πεθάνει, αλλά είχε πάρει ένα νέο σκυλάκι.
Η μελέτη της είχε τελειώσει, θα τυπωνόταν σε λίγον καιρό. Οι γιατροί της είχαν απαγορεύσει το κάπνισμα. Εκείνη το είχε περιορίσει στα δέκα τσιγάρα. Αυτό ήταν άθλος, αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι η Λιλή κάπνιζε πάρα πολύ. Τη ρώτησα αν είχε αρχίσει να γράφει το μυθιστόρημα που τόσο επιθυμούσε. Η απάντησή της ήταν έμμεση. "Οταν έγραφα, κάπνιζα πολύ". Τον Ιούλιο θα ερχόταν ξανά στην Κρήτη, θα συναντιόμασταν εκεί. Ηταν κόσμος πολύς, δεν μιλήσαμε, πρόλαβα μόνο να χαϊδέψω μια τούφα των μαλλιών της. Σκεφτόμουν ότι ο χαρακτηρισμός που της είχε δώσει, πριν από δεκα περίπου χρόνια, ο Δημοσθ. Κουρτοβικ ήταν καίριος. Ναι, η Λιλή Ζωγράφου ήταν και θα παραμείνει η σκοτεινή θεά Εκάτη της λογοτεχνίας μας.
* Σαράντα μέρες από το θάνατό της
* Ο Βαγγέλης Ψαραδάκης γεννήθηκε στις Αρχάνες Ηρακλείου Κρήτης. Σπούδασε
Νομικά στην Κομοτηνή. Από το 1995, κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε
περιοδικά κι εφημερίδες της Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Κρήτης. Από το 2007
άρχισαν οι δημοσιεύσεις του στο διαδίκτυο. Εκτός από τη γραφή,
ασχολείται ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία και το θέατρο, ενώ έχει
επιμεληθεί και την έκδοση διάφορων βιβλίων.
Η Συβαρίτισσα
Σε γνώρισα κάποια βραδιά, παραμονές του Κλήδονα
σε κάποια γειτονιά που δεν ξεχνάω.
Ήμουν παιδί στα δεκαεννιά, τα χείλη μου ξεκλείδωνα
να πίνω, να φιλώ και να ρωτάω.
Μια τσικουδιά και άλλη μια, πενήντα χρόνια διαφορά
πενήντα χρόνια τσαμπουκά κι ευαισθησία
κι ότι μας έδεσε κρυφά, από την πρώτη τη ματιά
είναι του έρωτα η αδιάκοπη θυσία.
Άκουσα νέα τρομερά, της Αρετούσας τα παιδιά
βγάλαν τα μάτια τους για ένα χωράφι προίκα.
Ο Οδυσσέας εμπρηστής, ο Προμηθέας νταβατζής
Κι ο Ερωτόκριτος υπάλληλος του ΙΚΑ.
Σου φέρνω έναν παλιό σκοπό, ένα τραγούδι σαν κι αυτό
και το λαγούτο μου θα κάνω εγώ κομμάτια.
Να ξέρεις, θα ’χω στην καρδιά εκείνη τη ζεστή αγκαλιά
κι αυτά τα πύρινα, τα φλογερά σου μάτια.
Καλή σου νύχτα εκεί ψηλά, κυρά μου Συβαρίτισσα,
όλα τα λόγια μου σκορπίσματα του αέρα.
Κι όσα δεν πρόλαβα να πω, νομίζω ήτανε γραφτό
Η αγάπη πάλι άργησε μια μέρα.
(Από τη δισκογραφική δουλειά «Βυθισμένες άγκυρες»)
Πηγές: zwgrafou.bravehost.com/ www.ekebi.gr/www.koinotopia.gr/ www.rassias.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου