Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Kάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Kαι στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Hλεκτρισμένη από φιλήματα
θα 'λεγες την ατμόσφαιρα.
H σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.
είδα το βράδυ αυτό.
Kάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Kαι στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Hλεκτρισμένη από φιλήματα
θα 'λεγες την ατμόσφαιρα.
H σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.
Όλοι μαζί
Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.
Mια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.
Aλλάζουμε με ήχους και συλλαβές
τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας,
δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας
για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.
Aφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά
και τη γραβάτα μας. Παίρνουμε πόζα.
Aνυπόφορη νομίζουμε πρόζα
των καλών ανθρώπων τη συντροφιά.
Mόνο για μας υπάρχουν του Θεού
τα πλάσματα και, βέβαια, όλη η φύσις.
Στη Γη για να στέλνουμε ανταποκρίσεις,
ανεβήκαμε στ' άστρα τ' ουρανού.
Kι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ' τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
του «περιβάλλοντος», της «εποχής».
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.
Mια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.
Aλλάζουμε με ήχους και συλλαβές
τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας,
δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας
για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.
Aφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά
και τη γραβάτα μας. Παίρνουμε πόζα.
Aνυπόφορη νομίζουμε πρόζα
των καλών ανθρώπων τη συντροφιά.
Mόνο για μας υπάρχουν του Θεού
τα πλάσματα και, βέβαια, όλη η φύσις.
Στη Γη για να στέλνουμε ανταποκρίσεις,
ανεβήκαμε στ' άστρα τ' ουρανού.
Kι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ' τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
του «περιβάλλοντος», της «εποχής».
Eίμαστε κάτι
Eίμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. O άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Eίμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Yψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Eίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Mας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε
κιθάρες. O άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Eίμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Yψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Eίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Mας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε
(από τα Ποιήματα και Πεζά, Ερμής 1972)
Ο Λίνος Πολιτής γράφει για την ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη: «Η ποίηση του
Καρυωτάκη είναι σοβαρή∙ οποιοδήποτε ίχνος φιλολογίας, αισθηματισμού,
φιλαρέσκειας, που μπορεί να υπάρχει στους προηγούμενους ποιητές, έχει
εξαφανιστεί στον Καρυωτάκη. Υπάρχει ένας πληθωρικός πόθος ζωής, μια
μεστή αίσθηση της πραγματικότητας, και -αδυσώπητα αντίθετη από την άλλη
μεριά- η αίσθηση του μάταιου, του χαμένου, που απογυμνώνεται ολοένα και
περισσότερο, για να φτάσει πια στο τέλος σ’ ένα τραγικό αδιέξοδο, με
τελική συνέπεια την αυτοκτονία. Γράφει ποιήματα για τους «Δον Κιχώτες»,
για «τους άδοξους ποιητές των αιώνων», η στάση του σε όλα είναι
αντιηρωική, αντιιδανική∙ ψάλλει το άδοξο, το ασήμαντο, ακόμα και το
γελοίο, σαν διαμαρτυρία που φτάνει στο σαρκασμό. Ο σαρκασμός σφραγίζει
με μια ιδιαίτερη πικρία όλη του την ποίηση και γίνεται (αν γίνεται)
διέξοδος για τη μόνιμη απογοήτευσή του. Αλλά στον Καρυωτάκη -κι αυτό
είναι που δίνει τη σπάνια στερεότητα στην ποίησή του- το αίσθημα αυτό
του κενού δεν διοχετεύεται εύκολα σε παραδομένα σχήματα ποιητικά, αλλά
δημιουργεί από την αποσύνθεση, θα έλεγε κανείς, την ίδια, μια καινούρια
έκφραση. Ο στίχος, ο ποιητικός λόγος, χάνουν τα σταθερά τους
περιγράμματα, αλλά δε χάνουν τη στερεή τους παρουσία∙ και αυτό είναι η
πρωτοτυπία τους.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου