παιδεύω
= εκπαιδεύω.
παμπληθής
= πάρα πολύς.
πανδημ(ε)ί
= με όλο το λαό ή τον στρατό.
παντάπασιν
= εντελώς.
πανταχῇ
= παντού.
πανταχόθεν=
από παντού.
παντελής
= τέλειος, ολόκληρος, πλήρης.
παραβάλλω
= συγκρίνω, τοποθετώ.
παραγγέλλω
= διατάζω, αναγγέλλω.
παραγίγνομαι
= παρευρίσκομαι, φθάνω.
παράγω
= παρασύρω, οδηγώ πλησίον.
παρακαλέω-ῶ
= προσκαλώ, παρακινώ./// παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι, προτείνω.
παρακατοικίζω
= βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου.
παραλλάττω
= μεταβάλλω, αλλοιώνω.
παραλύω
= λύνω, καταλύω, ελευθερώνω.
παραπλέω
= πλέω παραλιακά, παραπλεύρως.
παρασκευή
= (πολεμική) ετοιμασία.
παραυτίκα
= αμέσως.
πάρειμι
(< παρά+εἰμί) = είμαι παρών.
παρέρχομαι
= διέρχομαι πλησίον. /// παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιον.
το
παρεληλυθός = το παρελθόν.
οἱ
παριόντες = οι ρήτορες, οι διαβάτες.
παρέχω
= δίνω, προξενώ, παράγω.
παρέχω
πράγματα = ενοχλώ.
τοιοῦτον
ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγή.
παρίσταταί
τινι = έρχεται στο νου κάποιου.
παροικέω-ῶ
= κατοικώ πλησίον.
παροινία
= συμπεριφορά μεθυσμένου.
παρρησιάζομαι
= μιλώ ελεύθερα.
πάσχω
= παθαίνω, υποφέρω, τιμωρούμαι.
εὖ
πάσχω = ευεργετούμαι. /// κακῶς πάσχω =
κακοποιούμαι.
πατρῷος
= ο ανήκων στον πατέρα./// τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά.
παύω
= παύω, διακόπτω, τελειώνω.
πεδίον
= πεδιάδα.
πειράω-ῶ
= δοκιμάζω, επιχειρώ./// πειρῶμαι = δοκιμάζω, προσπαθώ, επιτίθεμαι.
πένης
= φτωχός, άπορος, στερημένος.
περιάγω
= περιφέρω.
περιαιρέω-ῶ
= αφαιρώ, κατεδαφίζω.
περιγίγνομαι
= υπερέχω, νικώ, επικρατώ.
περιίστημι
= περικυκλώνω.
περίλοιπος
= υπόλοιπος.
περίλυπος
= λυπημένος.
περιμάχητος
= περιζήτητος.
περιοράω-ῶ
= βλέπω ολόγυρα, περιφρονώ, επιτρέπω, ανέχομαι, περιμένω, βλέπω με αδιαφορία.
περιορῶμαι
= διστάζω.
περιουσία
= αφθονία, περιουσία.
περιπλέω
= πλέω γύρω./// περίπλεως & –πλεος = κατάμεστος.
περιτείχισμα
= οχύρωμα.
πιθανός
= πιστικός, πιστευτός.
πίπτω
= πέφτω, σκοτώνομαι.
πιστά
λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι.
πλήθω
= είμαι γεμάτος.
πλημμελέω-ῶ
= κάνω σφάλμα.///πλημμέλημα = σφάλμα.
πλήρης
= γεμάτος, επαρκής.
πληρόω-ῶ
= γεμίζω, εξοπλίζω πλοίο./// πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο.
πλώιμος
= πλωτός, κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια.
πνιγηρός
= αυτός που αποπνίγει./// πνῖγος = υπερβολική ζέστη.
ποιῶ
πόλεμον = προκαλώ πόλεμο, είμαι αίτιος πολέμου.
εὖ
ποιῶ = ευεργετώ./// κακῶς ποιῶ = κακοποιώ, βλάπτω.
ποιοῦμαι
= κατασκευάζω, θεωρώ./// τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω.
ποιοῦμαι
γνώμην = προτείνω./// ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι.
ποιοῦμαι
εἰρήνην = ειρηνεύω./// ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ.
ποιοῦμαι
υἱόν = αποκτώ γιο./// ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον.
ποιοῦμαι
τινά ἐκποδών = απομακρύνω, εξοντώνω, εξουδετερώνω.
περί
πολλοῦ (περί πλείονος, περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο,
σπουδαιότατο),
αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη, μεγίστη) σημασία.
περί
ὀλίγου (περί ἐλάττονος, περί ἐλαχίστου, περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη
(λιγότερη, ελάχιστη, καμία) σημασία.
περί
παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό.
πολέμιος
= εχθρός.
πολιτεία
= πολίτευμα, δημοκρατία.
πολιτείαν
κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα.
πολιτεύω
= είμαι πολίτης, ζω ως πολίτης./// πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά.
πόλεις
εὖ πολιτευόμεναι = πόλεις καλά κυβερνώμενες.
πολλάκις
= πολλές φορές.
πολλαχόθεν
= από πολλές πλευρές.
πολλαχοῦ
= πολλές φορές, σε πολλά μέρη.
πολυπράγμων
= πολυάσχολος, περίεργος.
ὡς
ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον.
πλέον
ἔχω = πλεονεκτώ.
οὐδέν
πλέον = κανένα όφελος, κέρδος.
πλέον
φέρομαί τινος = πλεονεκτώ.
πονέω-ῶ
= κοπιάζω, στενοχωριέμαι.
πονηρός
= κακός, φαύλος, βλαβερός.
πόνος
= κόπος, αγώνας.
πράγματα
ἔχω = ενοχλούμαι./// ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη.
πραγματεύομαι
= ασχολούμαι με κάτι.
πράσσω
= πράττω, κατορθώνω, διαπραγματεύομαι.
εὖ
πράττω = ευτυχώ./// κακῶς πράττω = δυστυχώ.
πράττω
μετά τινος= συμπράττω.
ἐκ
πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις.
πρεσβεία
= πρέσβεις, αποστολή πρέσβεων.
πρεσβεύω
= είμαι πρεσβύτερος, είμαι πρεσβευτής, διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής.
πρεσβεύομαι
= διαπραγματεύομαι, στέλνω
πρέσβεις,
πηγαίνω ως πρεσβευτής.
προαγορεύω
= προειδοποιώ, δηλώνω απερίφραστα.
προάγω
= παρακινώ.
προάγομαι
= παρακινούμαι.
προαίρεσις=
προτίμηση, εκλογή.
προαιροῦμαι
= εκλέγω, προτιμώ.
προαισθάνομαι
= εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι, προβλέπω.
προαπεχθάνομαι
= εκ των προτέρων γίνομαι μισητός.
προβολή
= προεξοχή, καταγγελία.
προβουλεύω
= προμελετώ, καταρτίζω σχέδιο νόμου.
πρόδηλος
= ολοφάνερος.
προθυμέομαι-οῦμαι
= είμαι πρόθυμος ή έτοιμος, επιθυμώ.
προθυμία
= προθυμία, ζήλος.
προΐεμαι
= εγκαταλείπω, περιφρονώ, παραμελώ.
προΐσταμαι
= είμαι επικεφαλής, είμαι αρχηγός.
οἱ
προεστῶτες = αρχηγοί.
προλέγω
= προτιμώ, προφητεύω δημόσια, διακηρύσσω, διατάζω.
προνοέω-ῶ
= προβλέπω, φροντίζω.
προνομή
= επιδρομή, διαρπαγή.
προπετής
= ορμητικός, βίαιος, επιρρεπής.
προσάγω
= οδηγώ, προσκομίζω.
προσάντης=
ανηφορικός, δύσκολος, δυσάρεστος.
προσδοκάω-ῶ
= περιμένω, ελπίζω.
προσδοκέω-ῶ
= φαίνομαι, θεωρούμαι.
πρόσειμι
(< πρός + εἶμι) = προσέρχομαι, επέρχομαι, πλησιάζω.
πρόσειμι
(πρός+ εἰμί) = είμαι παρών, προστίθεμαι.
προσέχω
τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μου.
προσκοπέω-ῶ
= εξετάζω εκ των προτέρων.
προσοικέω-ῶ
= κατοικώ πλησίον.
πρόσοικος
= γειτονικός.
προσπίπτω
= πέφτω επάνω σε…, προσκρούω, επέρχομαι ξαφνικά.
προσπλέω
= πλησιάζω,πλέω προς, πλέω εναντίον.
πρόσφορος
= χρήσιμος, ωφέλιμος, κατάλληλος, πρέπων.
πρότερος
= πιο μπροστά, προηγούμενος.
προὔργου(<
πρό +ἔργου) = χρήσιμος, ωφέλιμος.
μηδέν
προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει.
πρύμναν
κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω, οπισθοχωρώ.
πρύμναν
λύω = αποπλέω.
πυνθάνομαι
= ζητώ να μάθω, πληροφορούμαι, ακούω.
πώποτε
= ποτέ μέχρι τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου