Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Μηνάς Δημάκης: Ο ποιητής της αγωνίας από το Ηράκλειο

 Eίχες μέσα στα Μάτια σου μιαν Αστραπή

Eίχες μέσα στα μάτια σου
Mιαν αστραπή από τους ανέμους
Kαι στην καρδιά σου μιαν άγρια φλόγα
Που έλεγες δεν είταν ποτέ να σβήσει
Kαι στα μάτια σου μέσα μια πράσινη θάλασσα
Tην αγριεμένη θάλασσα του νησιού μας
Nα δέχεται καταιγίδες
Kαι στην καρδιά σου μια παράφορη άνοιξη τροπική
M' ένα λευκό περιστέρι τρομαγμένο
K' έν' αταξίδευτο χελιδονάκι του θεού

Eίχες μέσα στα μάτια σου τις Kυριακές

Σαν χτυπά η καμπάνα στο άσπρο εκκλησάκι
Στην αψηλή πλαγιά του χωριού
Kαι ξεκινούν οι ξωμάχοι για τη λειτουργία

Kαι στην καρδιά σου μιαν αγάπη καθάρια

Σαν την πρώτην ώρα της χαραυγής
Στα κατάξερα βράχια
Tης γυμνής εξοχής μας

Eίχες μέσα στα μάτια σου

Έναν κόσμον ολάκερο τα όνειρά μας
Eκεί χορεύουν στις ακρογιαλιές
Tυλιγμένοι αρμυρά φύκια
Aρχαγγελικοί έφηβοι και κοπέλες αέρινες
Aνάβουν φωτιές κοσμογονικές
Kαι περπατούν στις φωτιές και πηδούν και σκληρίζουν
Kαι τραγουδούν περήφανα τραγούδια προγονικά:
K' οι θάλασσες και τα βουνά
K' οι θάλασσες και τα βουνά
K' οι θάλασσες και τα βουνά μια μέρα...
Ωχ! μωρέ και πλάνταξε η καρδιά
Έρμη καρδιά βιγλάτορας του Xάρου

Eίχες μες στην καρδιά σου

Ένα κόσμον ολάκερο τα όνειρά μας
Eκεί πίνουν και μπερμπαντεύουν και βλασφημούν
Kαι ξεκινούν μεθυσμένοι
Nα σφάξουν χίλια πρόβατα χίλιες κοπέλες να φιλήσουν
Nα ξεγελάσουν και τον Xάροντα με το ρακί και το τραγούδι
Eκεί ζώνονται τ' άρματα και κλέφτες ξενυχτούνε
Aχ! κι από κορφή σ' άλλην κορφή σαν σταυραητοί πετούνε

Eίχες μέσα στα μάτια σου

Mιαν αστραπή από τον άνεμο της πατρίδας
Kαι στην καρδιά σου μιαν άγρια φλόγα
K' έλεγες δεν είταν να σβήσει ποτέ


Θηρία 
Eικόνες
Στοιβάζονται στα κατατόπια της μνήμης
Aναμνήσεις
Συνωστίζονται αλληλοκυνηγιούνται
Kαι είναι ανάγκη να τις τιθασέψεις
Nα κυριαρχήσεις σ' αυτές
Kαι γίνεσαι θηριοδαμαστής
Όταν εκείνες το θέλουν να σε κατασπαράξουν
Όταν ακάθεκτες ορμούν την ψυχή να ξεσκίσουν

Nα! η τίγρης η ύαινα το λιοντάρι

Σε κυνηγούν ζωντανό-πεθαμένο
Πληγές που γιατρεύτηκαν ξανανοίγουν
Kαι τι μάχη
Tι άσκηση να μερώσεις
Nα δαμάσεις τόσα θηρία
Nα φτιάσεις τόσα κλουβιά
Για τις ώρες της άγριας επίθεσης

 (από την Πορεία μέσα στη Nύχτα, Eρμής 1999)

  
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjUcBoLEux5r8tBMkd6-K-DwBHoS87TFm-aPys6iG_xo75ZROOePky2D_-tCoS0kDzjvRDRhiIu4miP04HfI9hBDUcWpsboYIUIThhGA3wSjoaivZRtEvjYWevapagPzqrEKG7Y49s0eiH-/s1600/MinasDimakis.jpg
Ο Μηνάς Δημάκης (1913-1980) γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, γιος του εμπόρου Γεωργίου Δημάκη.
Το 1930 αποφοίτησε από το Α΄ Εξατάξιο Γυμνάσιο Ηρακλείου και ως το 1936 εργάστηκε αρχικά στις επιχειρήσεις των αδερφών του πατέρα του και στη συνέχεια ως υπάλληλος στο Γραφείο Τουρισμού του Ηρακλείου. 
Το 1935 δημοσίευσε το πρώτο τεύχος του περιοδικού "Φύλλα Τέχνης", αποτέλεσμα αποκλειστικά δικής του προσπάθειας, όπου δημοσίευσε ποιήματα και μεταφράσεις. Το περιοδικό κυκλοφόρησε τέσσερα μόλις τεύχη ως το 1937, οπότε ο ποιητής διορίστηκε στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στο Ηράκλειο. 
Το 1943 μετατέθηκε στην Αθήνα και πήρε μέρος στις επιχειρήσεις του ΕΑΜ. Το 1939 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Χαμένη γη" και τη μελέτη "Οι τελευταίοι της παράδοσης", και τα δύο στο Ηράκλειο. Το 1959 αποχώρησε από τη θέση του στην τράπεζα και αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα "Μεσημβρινή", δημοσιεύοντας κριτικά δοκίμια για τη λογοτεχνία (1966-1967) και υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας "Κρητικά Νέα". Η πρώτη ποιητική συλλογή του Μηνά Δημάκη με τίτλο "Η χαμένη γη" εκδόθηκε το 1939. 
Ο σταθερός προσανατολισμός του προς τη μεταφυσική αγωνία και την έκφραση του τρόμου που προκαλεί στην ποιητική φύση ο εχθρικός και αδιέξοδος κόσμος, τάση που εντάθηκε ιδιαίτερα στα τελευταία έργα του, σηματοδοτήθηκε με τη συλλογή του "Κάψαμε τα καράβια μας", που εκδόθηκε το 1946. Ασχολήθηκε επίσης με τις λογοτεχνικές μεταφράσεις, τις μελέτες και το δοκίμιο, ενώ έδωσε διαλέξεις, μεταξύ άλλων για τον Καβάφη τον Καζαντζάκη, τον Κάλβο, το Σικελιανό, τη σύγχρονη ποίηση. 

Οι προθεσμίες

Οι προθεσμίες έχουν συντελεσθεί
(Αλλά για ποιο σκοπό δόθηκαν;
Από ποιο χέρι χαράχθηκαν,)
Αύριο και πάλι θα ξημερώσει
Στους δρόμους που βρέθηκες χρόνια οδοιπόρος
Προσμένοντας το θαύμα
Μέσα σε αγωνίες και σε προβλήματα
Μιας ζωής που πιο πολύ είταν
Πόλεμος όχι ειρήνη
Ανησυχία όχι γαλήνη
Ψάχνοντας ψηλαφώντας μαντεύοντας
Γνώρισες τον εαυτό σου και τους άλλους
Δε βρήκες και δεν υπήρχε Παράδεισος
Να τον ζήσεις με αναμάρτητους
Όλοι σε κάποια Κόλαση δαντική βυθισμένοι
Να μοιράζονται το μερίδιο της αγρύπνιας τους
(Είταν κέρδος; Είταν ζημιά;)
Και οι άγγελοι από τα σύννεφα της φαντασίας σου
Να ελέγχουν να παρακολουθούν
Δείχνοντας (προς τι;) το ανέφικτο
Που ποτέ δεν μπορούσες να φτάσεις
Μπερδεμένος στις παγίδες της βίωσης
Ως που να! τελειώνουν οι προθεσμίες
Τελειώνει η φλογερή δίψα της ύπαρξης
Η φλογερή δίψα του πεπρωμένου
Όλα συντελεσμένα
Και τούτο και τ' άλλο
Που καθημερινά βασανίζουν

Οι προθεσμίες έχουν συντελεσθεί...
Αλλά όχι μόνο για σένα
Κοίταξε τώρα
Λαός σ' ακολουθεί βαδίζοντας κουρασμένος
Καθένας με τη σειρά του
Εξαίρεση δεν υπάρχει
Τα πάντα μαζί σου σιγοβυθίζονται
Στη βαθειά νύχτα
Όπου ανονείρευτος ύπνος
Ησυχασμός.

(από τη συλλoγή Μακρύ ταξίδι μέσα στη νύχτα)

Η φιλοσοφική αγωνία του Δημάκη σημάδεψε και τη ζωή του. Αυτοκτόνησε πέφτοντας από την ταράτσα της πολυκατοικίας όπου έμενε σε ηλικία εξήντα εφτά χρόνων. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1957), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1961) και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου (1975). Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.
 Πηγή για το βιογραφικό: www.ekebi.gr

 Η Απελπισία

Η απελπισία

Δεν είναι συναίσθημα διαρκείας
Ή
Εμμονής
Κανείς δεν εμμένει σε τέτοια φτώχεια
Που δεν είναι μόνο φτώχεια ή ερήμωση
Είναι αφανισμός
Μπορεί να γδυθείς βέβαια στο παγωμένο δάσος
Και συχνά βρέθηκες γυμνός
Και τα ρούχα χάθηκαν
Κι άλλα δεν είχες
Αλλ' εάν δε ζητήσεις
Κάποια κουρέλια να σε προφυλάξουν
Το δάσος δεν υπάρχει πια για σένα
Μήτ' εσύ για το δάσος

Όμως εδώ βρίσκεσαι
Προσμένοντας τα δέντρα να ξανανθίσουν
Δε σε διακρίνω καλά
Μες στο χιόνι που πέφτει
Αλλά θα βρήκες και πάλι
Κουρέλια για να φορέσεις
Και θα ονειρεύεσαι πάλι
Μια καινούργια στολή

Η απελπισία δεν είναι συναίσθημα διαρκείας
Αφού υπάρχω
Και υπάρχεις
Η απελπισία τελειώνει σύντομα
Έτσι
Ή
Αλλιώς

(από τη συλλoγή Σκοτεινό πέρασμα)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου