μακρηγορέω-ῶ
= μακρολογώ.
μακρηγορία
= μακρολογία.
μάλα
– μᾶλλον- μάλιστα = πολύ, περισσότερο, πάρα
πολύ.
μανία
= παραφροσύνη, μανία.
μαρτυρέω-ῶ
= βεβαιώνω, καταθέτω.
μαρτυρῶ
τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες.
μάτην
= μάταια, άσκοπα, απερίσκεπτα.
μάχην
νικῶ = κερδίζω μάχη. /// μάχῃ
νικῶ = νικώ μαχόμενος.
μεγαλοφρονέω-ῶ=
έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι,
είμαι μεγαλόψυχος.
μεγαλοφροσύνη
= μεγαλοψυχία.
μέγας
= μεγάλος, ψηλός, εκτεταμένος.
μέγα
φρονῶ = περηφανεύομαι.
μεθίστημι
= μεταβάλλω.
μεθίστημι
τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμα.
μεθίσταμαι
= παραμερίζω, μετακινούμαι.
μεῖον
ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι.
μειονεκτέω-ῶ
= υστερώ.
μελέτη
= φροντίδα, επιμέλεια.
μέλλησις
= βραδύτητα, αναβολή.
μέλλω
= σκοπεύω, σκέπτομαι, βραδύνω, αναβάλλω,
διστάζω, πρόκειται να…
μέλει
τινί τινος = φροντίζει, ενδιαφέρεται κάποιος για
κάτι.
μέμφομαι
= κατηγορώ.
μερίζω
= κόβω σε μερίδια, διαμοιράζω.
μεστός
= γεμάτος./// μεστόω-ῶ
= γεμίζω.
μεταβάλλω
= αλλάζω, τροποποιώ. /// μεταβολή
= αλλαγή.
μεταβουλεύω
= μεταβάλλω γνώμη, μετανοώ.
μεταδίδωμι
= δίνω ένα μέρος από κάτι.
μεταλαμβάνω
= λαμβάνω ένα μέρος από κάτι.
μεταλλαγή
= ανταλλαγή./// μεταλλάττω
= μεταβάλλω, ανταλλάσσω.
μεταμέλει
τινί = μετανοεί κάποιος.
μεταμέλομαι
= μετανοώ./// μεταμέλεια
= μετάνοια.
μετάστασις
= μετακίνηση, μετανάστευση, μετοίκηση.
μετανίστημι
= μετακινώ κάποιον από τη χώρα του.
μετανίσταμαι
= μετοικώ, μεταναστεύω.
μεταπείθω
= μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου.
μεταπέμπω
= προσκαλώ, ανακαλώ./// μεταπέμπομαι
= στέλνω και προσκαλώ.
μέτειμι
(< μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ.
μέτεστί
τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι.
μετέρχομαι
= καταδιώκω, επιδιώκω, εκδικούμαι.
μετέωρος
= ο υψούμενος πάνω από το έδαφος.
μετοικέω-ῶ
= αλλάζω κατοικία, είμαι μέτοικος.
μετοίκησις
= αλλαγή κατοικίας.
μετοικίζω
= οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπο.
μετουσία
(μέτεστι) = συμμετοχή.
μηδαμῇ
= πουθενά, καθόλου, με κανέναν τρόπο.
μηδαμόθεν=
από πουθενά.
μηδαμοῦ
= πουθενά.
μηδαμῶς
= καθόλου, με κανέναν τρόπο.
μηδέποτε
= ουδέποτε.
μηκύνω
= εκτείνω, παρατείνω.
μηνύω
= φανερώνω, προδίδω, καταγγέλλω.
μητρόπολις
= η πόλη που ίδρυσε την αποικία.
μιμνῄσκω
= υπενθυμίζω./// μιμνῄσκομαι
= θυμάμαι, κάνω μνεία.
μισθοφορέω-ῶ
= λαμβάνω μισθό, υπηρετώ έναντι μισθού.
μισθοφόρος
= μισθωτός.
μνημονεύω
= θυμάμαι.///ἐλλιπής
μνήμης γίγνομαι = λησμονώ.
μόρα
(μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400
ανδρών, τάγμα.
μορία
(εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά.
μῦθος
= λόγος, συμβουλή, διήγημα.
μύριοι
= δέκα χιλιάδες.
μυρίοι
= αμέτρητοι.
μωρία
= ανοησία./// μωρός
& μῶρος = ανόητος.
ναυκρατέω-ῶ
= είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο
μου.
ναυμαχέω-ῶ
= συνάπτω ναυμαχία.
ναυπηγέω-ῶ
= κατασκευάζω πλοία.
ναῦς
= πλοίο.
νῆες
μακραί = πλοία πολεμικά./// νῆες
στρογγύλαι = πλοία εμπορικά.
πληρῶ
ναῦν = επανδρώνω πλοίο.
νῆες
ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία.
νέμω
= διαμοιράζω, βόσκω./// νέμω
χώραν (γῆν, χωρίον) = κατέχω.
νεώριον
= ναύσταθμος.
νεωστί
= πρόσφατα, προ ολίγου.
νεωτερίζω
= επιχειρώ πολιτικές αλλαγές./// νεωτερισμός
= επαναστατική κίνηση.
νικάω-ῶ
= νικώ, επικρατώ.
νικῶ
μάχῃ (ναυμαχίᾳ, πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος, ναυμαχώντας,
πολιορκώντας.
νομίζω
= νομίζω, πιστεύω, θεωρώ.
τά
νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα, οι καθιερωμένες
τιμές.
νόμος
= νόμος, συνήθεια.
νόμος
κύριος = έγκυρος νόμος./// νόμος
ἐπιτήδειος = κατάλληλος νόμος.
νόμον
τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμο.
νόμον
τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη.
λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο./// γράφω
νόμον = συντάσσω νόμο.
εἰσφέρω
νόμον = προτείνω νόμο./// ἀποδείκνυμι
νόμους = δημοσιεύω νόμους.
νουθετέω-ῶ
= συμβουλεύω.
ὁ
νοῦν ἔχων = γνωστικός.
προσέχω
τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου.
ξενία
= φιλοξενία.
ξενικόν
= μισθοφορικό στράτευμα.
ξένιος
= φιλόξενος.
ξένιος
Ζεῦς = ο Δίας προστάτης των ξένων.
ξένια
= δώρα φιλοξενίας.
ξένος
= φιλοξενούμενος, ξένος, φίλος.
οἶδα
= γνωρίζω, κατανοώ.
χάριν
οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιον.
κακῶς
οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότι.
οἴκαδε
= προς την οικία, προς την πατρίδα.
οἴκοθεν
= από τον οίκο, από την πατρίδα.
οἴκοθι
= στον οίκο.
οἴκοι
= στον οίκο.
οἰκεῖος
= δικός, οικιακός, συγγενικός, οικογενειακός
φίλος.
τά
οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις.
οἰκείως
= ευνοϊκά, φιλικά.
οἰκείως
ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον.
οἰκείως
χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον.
οἰκέτης
= οικιακός δούλος, υπηρέτης.
οἰκέω-ῶ
= κατοικώ.
οἰκήτωρ
= κάτοικος, άποικος.
οἰκίζω
= χτίζω οικία, ιδρύω αποικία.
οἰκιστής
= ιδρυτής αποικίας.
οἰκτίρω
= λυπάμαι κάποιον.
οἰμωγή
= θρήνος./// οἰμώζω
= θρηνώ.
οἴομαι
= νομίζω, φαντάζομαι, σκοπεύω.
οἶόν
τ’ ἐστί = είναι δυνατόν.
οἶός
τ’ εἰμι = δύναμαι, μπορώ.
οἴχομαι
= έχω φύγει, αφανίζομαι.
οἰωνός
= μαντικό πτηνό, σημείο, οιωνός.
ὀλιγαρχία
= ολιγαρχικό πολίτευμα./// οἱ
ολίγοι = οι ολιγαρχικοί.
ὀλιγωρέω-ῶ
= παραμελώ, αδιαφορώ./// ὀλιγωρία
= αδιαφορία, παραμέληση.
ὄλλυμι
& ὀλλύω = χάνω, καταστρέφω.
ὀλοφυρμός
= θρήνος. /// ὀλοφύρομαι
= θρηνώ.
ὁμιλέω-ῶ
= συναναστρέφομαι.
ὄμνυμι
= ορκίζομαι, βεβαιώνω με όρκο.
ὁμογνωμονέω-ῶ
= συμφωνώ./// ὁμογνώμων
= σύμφωνος.
ὁμόθυμος
= ομόφωνος.
ὁμολογέω-ῶ
= συμφωνώ, παραδέχομαι.
ὅμορος
(ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός.
ὁμοσκηνέω-ῶ
= μένω με άλλον στην ίδια σκηνή.
ὁμοῦ
= μαζί.
ὁμόφυλος
= ομοεθνής.
ὀνειδίζω
= κατηγορώ, προσβάλλω./// ὄνειδος
= κατηγορία, ντροπή.
καθίστημί
τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνη.
ὀνομάζω
= ονομάζω, καλώ ονομαστικά.
φοβερῶς
ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις.
το
ὁπλιτικόν = οι οπλίτες.
τίθεμαι
τά ὅπλα= παρατάσσομαι, στρατοπεδεύω.
ὁπότερος
= όποιος απ’ τους δύο.
ὀρέγω
= προτείνω, προσφέρω./// ὀρέγομαι
= επιθυμώ.
ὄρεξις
= επιθυμία, κλίση.
ὀρθόω-ῶ
= ανορθώνω, ανεγείρω./// ὀρθοῦμαι
= σηκώνομαι.
ὁρμάω-ῶ
= παρακινώ,ορμώ.
ὁρμῶμαι
= εξορμώ, είμαι πρόθυμος.
ὁρμίζω
= προσορμίζω, αγκυροβολώ.
ὀρύττω
= σκάβω.
ὀφείλω
(ὄφελος) = οφείλω.
ὀφλισκάνω
= οφείλω./// ὀφλισκάνω
δίκην = καταδικάζομαι.
ὀχλώδης
= ταραχώδης.
ὀψέ
= αργά.
ὀψία
= εσπέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου