Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Λεξιλόγιο Αρχαίων Ελληνικών -Μ-Ν-Ξ-Ο

Mu uc lc.svg
μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ.
μακρηγορία = μακρολογία.
μάλα – μᾶλλον- μάλιστα = πολύ, περισσότερο, πάρα πολύ.
μανία = παραφροσύνη, μανία.
μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω, καταθέτω.
μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες.
μάτην = μάταια, άσκοπα, απερίσκεπτα.
μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη. /// μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενος.
μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι, είμαι μεγαλόψυχος.
μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία.
μέγας = μεγάλος, ψηλός, εκτεταμένος.
μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι.
μεθίστημι = μεταβάλλω.
μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμα.
μεθίσταμαι = παραμερίζω, μετακινούμαι.
μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι.
μειονεκτέω-ῶ = υστερώ.
μελέτη = φροντίδα, επιμέλεια.
μέλλησις = βραδύτητα, αναβολή.
μέλλω = σκοπεύω, σκέπτομαι, βραδύνω, αναβάλλω, διστάζω, πρόκειται να…
μέλει τινί τινος = φροντίζει, ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι.
μέμφομαι = κατηγορώ.
μερίζω = κόβω σε μερίδια, διαμοιράζω.
μεστός = γεμάτος./// μεστόω-ῶ = γεμίζω.
μεταβάλλω = αλλάζω, τροποποιώ. /// μεταβολή = αλλαγή.
μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη, μετανοώ.
μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι.
μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι.
μεταλλαγή = ανταλλαγή./// μεταλλάττω = μεταβάλλω, ανταλλάσσω.
μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος.
μεταμέλομαι = μετανοώ./// μεταμέλεια = μετάνοια.
μετάστασις = μετακίνηση, μετανάστευση, μετοίκηση.
μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα του.
μετανίσταμαι = μετοικώ, μεταναστεύω.
μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου.
μεταπέμπω = προσκαλώ, ανακαλώ./// μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ.
μέτειμι (< μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ.
μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι.
μετέρχομαι = καταδιώκω, επιδιώκω, εκδικούμαι.
μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος.
μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία, είμαι μέτοικος.
μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας.
μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπο.
μετουσία (μέτεστι) = συμμετοχή.
μηδαμῇ = πουθενά, καθόλου, με κανέναν τρόπο.
μηδαμόθεν= από πουθενά.
μηδαμοῦ = πουθενά.
μηδαμῶς = καθόλου, με κανέναν τρόπο.
μηδέποτε = ουδέποτε.
μηκύνω = εκτείνω, παρατείνω.
μηνύω = φανερώνω, προδίδω, καταγγέλλω.
μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία.
μιμνῄσκω = υπενθυμίζω./// μιμνῄσκομαι = θυμάμαι, κάνω μνεία.
μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό, υπηρετώ έναντι μισθού.
μισθοφόρος = μισθωτός.
μνημονεύω = θυμάμαι.///ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώ.
μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών, τάγμα.
μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά.
μῦθος = λόγος, συμβουλή, διήγημα.
μύριοι = δέκα χιλιάδες.
μυρίοι = αμέτρητοι.
μωρία = ανοησία./// μωρός & μῶρος = ανόητος.

Nu uc lc.svgναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου.
ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου.
ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία.
ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία.
ναῦς = πλοίο.
νῆες μακραί = πλοία πολεμικά./// νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά.
πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο.
νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία.
νέμω = διαμοιράζω, βόσκω./// νέμω χώραν (γῆν, χωρίον) = κατέχω.
νεώριον = ναύσταθμος.
νεωστί = πρόσφατα, προ ολίγου.
νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές./// νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση.
νικάω-ῶ = νικώ, επικρατώ.
νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ, πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος, ναυμαχώντας, πολιορκώντας.
νομίζω = νομίζω, πιστεύω, θεωρώ.
τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα, οι καθιερωμένες τιμές.
νόμος = νόμος, συνήθεια.
νόμος κύριος = έγκυρος νόμος./// νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλος νόμος.
νόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμο.
νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη. 
λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο./// γράφω νόμον = συντάσσω νόμο.
εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο./// ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους.
νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω.
ὁ νοῦν ἔχων = γνωστικός.
προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου.


Xi uc lc.svgξενηλασία = απέλαση.
ξενία = φιλοξενία.
ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα.
ξένιος = φιλόξενος.
ξένιος Ζεῦς = ο Δίας προστάτης των ξένων.
ξένια = δώρα φιλοξενίας.
ξένος = φιλοξενούμενος, ξένος, φίλος.

Omicron uc lc.svg
οἶδα = γνωρίζω, κατανοώ.
χάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιον.
κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότι.
οἴκαδε = προς την οικία, προς την πατρίδα.
οἴκοθεν = από τον οίκο, από την πατρίδα.
οἴκοθι = στον οίκο.
οἴκοι = στον οίκο.
οἰκεῖος = δικός, οικιακός, συγγενικός, οικογενειακός φίλος.
τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις.
οἰκείως = ευνοϊκά, φιλικά.
οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον.
οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον.
οἰκέτης = οικιακός δούλος, υπηρέτης.
οἰκέω-ῶ = κατοικώ.
οἰκήτωρ = κάτοικος, άποικος.
οἰκίζω = χτίζω οικία, ιδρύω αποικία.
οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας.
οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον.
οἰμωγή = θρήνος./// οἰμώζω = θρηνώ.
οἴομαι = νομίζω, φαντάζομαι, σκοπεύω.
οἶόν τ’ ἐστί = είναι δυνατόν.
οἶός τ’ εἰμι = δύναμαι, μπορώ.
οἴχομαι = έχω φύγει, αφανίζομαι.
οἰωνός = μαντικό πτηνό, σημείο, οιωνός.
ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα./// οἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοί.
ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ, αδιαφορώ./// ὀλιγωρία = αδιαφορία, παραμέληση.
ὄλλυμι & ὀλλύω = χάνω, καταστρέφω.
ὀλοφυρμός = θρήνος. /// ὀλοφύρομαι = θρηνώ.
ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι.
ὄμνυμι = ορκίζομαι, βεβαιώνω με όρκο.
ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ./// ὁμογνώμων = σύμφωνος.
ὁμόθυμος = ομόφωνος.
ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ, παραδέχομαι.
ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός.
ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή.
ὁμοῦ = μαζί.
ὁμόφυλος = ομοεθνής.
ὀνειδίζω = κατηγορώ, προσβάλλω./// ὄνειδος = κατηγορία, ντροπή.
καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνη.
ὀνομάζω = ονομάζω, καλώ ονομαστικά.
φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις.
το ὁπλιτικόν = οι οπλίτες.
τίθεμαι τά ὅπλα= παρατάσσομαι, στρατοπεδεύω.
ὁπότερος = όποιος απ’ τους δύο.
ὀρέγω = προτείνω, προσφέρω./// ὀρέγομαι = επιθυμώ.
ὄρεξις = επιθυμία, κλίση.
ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω, ανεγείρω./// ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι.
ὁρμάω-ῶ = παρακινώ,ορμώ.
ὁρμῶμαι = εξορμώ, είμαι πρόθυμος.
ὁρμίζω = προσορμίζω, αγκυροβολώ.
ὀρύττω = σκάβω.
ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω.
ὀφλισκάνω = οφείλω./// ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι.
ὀχλώδης = ταραχώδης.
ὀψέ = αργά.
ὀψία = εσπέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου