Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Λεξιλόγιο Αρχαίων Ελληνικών - Α -


 


ἄβατος =  αδιάβατος, απαραβίαστος.
ἀβίωτος = ανυπόφορος. /// ἀβίωτόν ἐστι τινὶ = ο βίος είναι ανυπόφορος σε κάποιον.
ἀβοητὶ = χωρίς βοή.
ἀβουλεύω = δεν θέλω να…///ἀβουλία = έλλειψη σκέψεως, απερισκεψία.
ἄβουλος = αυτός που δεν θέλει, απερίσκεπτος.///ἀβούλως = απερίσκεπτα, ασύνετα.
ἁβρὸς = λεπτός, χαριτωμένος, κομψός.
ἀγαθὸς = καλός, ευγενής, ανδρείος.
ἀγαθὰ φρονῶ = έχω καλά αισθήματα.///ἀγαθὰ πάσχω= ευεργετούμαι.
ἄγαμαι = θαυμάζω, επαινώ.
ἄγαν = πολύ.
ἀγαπάω–ῶ= αγαπώ, αρκούμαι σε κάτι.///ἀγαπητῶς = πρόθυμα, με χαρά, αρκετά.
ἀγγελία (ἄγγελος) = είδηση, αγγελία.///ἀγγέλλω = αναγγέλλω.///ἄγγελος = αγγελιαφόρος.
ἀγνοέω–ῶ = αγνοώ.
ἀγνωμονέω–ῶ = ενεργώ ασύνετα.///ἀγνωμόνως = αναίσθητα.
ἀγνωμοσύνη = αναισθησία, δυσμένεια.///ἀγνώμων = αναίσθητος, απερίσκεπτος.
ἀγνωσία = άγνοια, αφάνεια.
ἄγονος = άκαρπος, στείρος, άτεκνος.
ἀγορὰ = συγκέντρωση, τόπος συνελεύσεως.///ἀγορὰν παρέχω = παρέχω τρόφιμα προς αγορά.
ἀγορεύω = δημηγορώ.///κακῶς ἀγορεύω = κακολογώ.
ἀγχιστεία = συγγένεια.
ἄγω = οδηγώ, φέρω.
ἄγω εἰρήνην = έχω ειρήνη.///ἄγω σχολὴν = σχολάζω.///ἄγω ἡσυχίαν = ησυχάζω.
ἄγω καὶ φέρω = λεηλατώ.///ἄγω εἰς δίκην= σύρω στο δικαστήριο.
ἄγομαι φόνου = κατηγορούμαι για φόνο.
ἀγὼν = αγώνας, μάχη, άμιλλα, στάδιο, δίκη.
καθίστημί τινα εἰς ἀγῶνα = μπλέκω κάποιον σε δίκη.
ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δυνάμεως.
ἀγωνίζομαι = διεξάγω αγώνα.
ἀγωνίζομαι περὶ τοῦ σώματος = διεξάγω δικαστικό αγώνα περί ζωής ή θανάτου.
ἄδηλος = μη φανερός, αφανής.
ἀδόκιμος = άσημος.
ἀδοξέω-ῶ = δεν έχω καλή φήμη.///ἀδοξία = κακή φήμη, ασημότητα.///ἄδοξος = αφανής, άσημος.
ἀδυναμία / ἀδυνασία = αδυναμία.///ἀδυνατέω–ῶ = δεν μπορώ.
ἀδωροδόκητος / ἀδωροδόκος = αυτός που δεν δέχεται δώρα.
Ἀθήναζε = προς Αθήνα./// Ἀθήνηθεν = από την Αθήνα.///Ἀθήνησι = στην Αθήνα (στάση).
ἆθλον = έπαθλο, βραβείο.///ἆθλα τίθεται = προκηρύσσονται βραβεία.
ἀθρόος = συγκεντρωμένος, πυκνός.
ἀθυμέω – ῶ = χάνω το θάρρος μου, στενοχωρούμαι.///ἀθυμία = απογοήτευση, έλλειψη θάρρους. ///ἀθύμως ἔχω = χάνω το θάρρος μου.
αἰδέομαι-οῦμαι = ντρέπομαι, σέβομαι. ///αἰδὼς = ντροπή, σεβασμός.
αἴδιος = αιώνιος.
αἰνέω-ῶ = εγκωμιάζω, εγκρίνω.
αἰνίττομαι = μιλώ αινιγματικά, υπονοώ.
αἵρεσις = άλωση, κατάληψη, εκλογή, προτίμηση.
αἵρεσιν δίδωμι = παρέχω το δικαίωμα της εκλογής.///αἵρεσιν λαμβάνω = έχω το δικαίωμα της εκλογής.
αἱρέω-ῶ = λαμβάνω, συλλαμβάνω, κυριεύω./// αἱροῦμαι = εκλέγω, προτιμώ, εκλέγομαι.
δίκην (γραφὴν) αἱρῶ = κερδίζω δίκη.
αἴρω = υψώνω, μεταφέρω, απομακρύνω./// αἴρομαι = υψώνομαι.
αἴρω τεῖχος = υψώνω τείχος.///αἴρω τὰς ναῦς = απομακρύνω τα πλοία.
αἴρω ταῖς ναυσὶ = αποπλέω. ///αἴρω τῷ στρατῷ = ξεκινώ με το στρατό.
αἴρομαι κίνδυνον (πόλεμον) = αναλαμβάνω τον κίνδυνο(τον πόλεμο).
αἰσθάνομαι = αντιλαμβάνομαι, μαθαίνω.
αἰσχρός = επονείδιστος.
αἰσχύνη = ντροπή./// αἰσχύνω = ασχημίζω, ντροπιάζω.///αἰσχύνομαι = ντρέπομαι, σέβομαι.
αἰτέω-ῶ / αἰτοῦμαι = ζητώ, παρακαλώ.
αἰτία = αιτία, αφορμή, κατηγορία.///αἰτίαν ἔχω (ὑπέχω) = κατηγορούμαι.
ἐν αἰτίᾳ ἔχω τινά = κατηγορώ.///ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας = απαλλάσσω κάποιον
από την κατηγορία.
αἰτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ.
αἰών = ζωή, αιώνας./// ὁ σύμπας αἰών = αιωνιότητα.
ἀκμάζω = είμαι ακμαίος .///ὁ σῖτος ἀκμάζει = είναι ώριμος./// ἀκμή = ακμή, αιχμή.
ἀκολασία= ασωτία.
εὖ ἀκούω = επαινούμαι./// κακῶς ἀκούω = κακολογούμαι.
ἄκρα = ακρωτήριο.
ἀκραιφνής = ειλικρινής, ολόκληρος.
ἀκρασία = ακολασία, ακράτεια.///ἀκρατής = αχαλίνωτος, ο μη εγκρατής.
ἀκρισία = σύγχυση.///ἄκριτος = συγκεχυμένος.
ἀκροάομαι-ῶμαι = ακούω.
ἄκρον = κορυφή, ακρωτήριο.
ἄκων = χωρίς τη θέληση.
ἀλγέω-ῶ = πονώ, θλίβομαι.///ἀλγηδών = πόνος, θλίψη.///ἄλγος = πόνος, θλίψη.
ἀλήτης = περιπλανώμενος.
ἁλίσκομαι = κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, καταδικάζομαι.
ἄλκιμος = ρωμαλέος, ανδρείος.
ἀλλάτω = αλλάζω, μεταβάλλω, ανταλλάσσω.
ἀλλαχῇ-ἀλλαχοῦ-ἀλλαχόθι-ἄλλοθι = αλλού.
ἀλλαχόθεν = από αλλού.
ἀλλαχόσε-ἄλλοσε = σε άλλο μέρος.
ἀλλότριος = ξένος.///τὰ ἀλλότρια = ξένες υποθέσεις.
ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα = έχω εχθρικές διαθέσεις.
ἀλλόφυλος = αλλοεθνής.
ἄλογος = παράλογος, ακατανόητος.
ἅλωσις = κατάκτηση, καταδίκη.
ἁλωτός (< ἁλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να κυριευθεί, κατακτηθεί.
ἅμα = αμέσως, συγχρόνως, μαζί.
ἀμαθία / ἀμάθεια = άγνοια.
ἁμαρτάνω = αποτυγχάνω, σφάλλομαι.///ἁμαρτία = αποτυχία, σφάλμα.
ἀμέλεια = αδιαφορία.///ἀμελέω-ῶ = παραμελώ, αδιαφορώ.///ἀμελής = αδιάφορος.
ἀμηχανία = απορία, στενοχώρια.
ἅμιλλα = συναγωνισμός, αγώνας.
ἀμνημονέω-ῶ = λησμονώ./// ἀμνήμων-ονος = αυτός που λησμονεί.
ἀμύνω = βοηθώ, αποκρούω, αγωνίζομαι για κάποιον.///ἀμύνομαι = αποκρούω.
ἀμφότεροι / ἄμφω = και οι δύο.
ἀναγορεύω = ανακηρύττω, διακηρύττω.
ἀνάγω = μεταφέρω, οδηγώ προς τα άνω.
ἡ ναῦς ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγος.
ἀναγωγή = απόπλους, οδήγηση πλοίου στα ανοιχτά.
ἀνάδοτος = ο επιστρεφόμενος.
ἀναιρέω-ῶ / ἀναιροῦμαι = σηκώνω, λαμβάνω, περισυλλέγω και θάβω, καταστρέφω, αφαιρώ.
ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ἢ ὁ θεός) = χρησμοδότησε.
ἀναλγησία= αναισθησία./// ἀνάλγητος = αναίσθητος, σκληρός.
ἀναλίσκω / ἀναλόω-ῶ = δαπανώ.
ἀναμένω = αναμένω, υπομένω.
ἀναμιμνῄσκω = υπενθυμίζω.///ἀναμιμνῄσκομαι = θυμάμαι.
ἀνάντης = ανηφορικός.
ἀναπείθω = μεταπείθω./// ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμη.
ἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ, παρατηρώ.
ἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδα.
ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι, καταστρέφομαι.
ἀνάστατον ποιῶ = ερημώνω, καταστρέφω.
ἀναστρέφω = ανατρέπω, γυρίζω πίσω.///ἀναστρέφομαι = κάνω στροφή.
ἀναστροφή = επιστροφή, περιστροφή.
ἀναχωρέω-ῶ = υποχωρώ.
ἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλο.///ἀνδράποδον = δούλος.
ἀνείργω = εμποδίζω.
ἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος, ανίκανος.
ἀνέχω = κρατώ ψηλά, ανυψώνω.///ἀνέχομαι = ανέχομαι, τολμώ, υποφέρω.
ἀνήκεστος = αγιάτρευτος, ανεπανόρθωτος.
ἀνθίστημι = στήνω αντιθέτως.///ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαι.
ἀνθρώπειος = ανθρώπινος.
ἀνία = θλίψη, πόνος, πλήξη.///ἀνιαρός = ενοχλητικός, θλιβερός.
ἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπη.///ἀνιῶμαι = λυπούμαι, στενοχωρούμαι.
ἀνίημι = αφήνω, χαλαρώνω./// ἀνίστημι = σηκώνω, μετακινώ.
ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιου.
ἀνίσταμαι ὑπό τινος = διώχνομαι.
ἄνοια = μωρία, ανοησία.
ἀνοικίζω = ανοικοδομώ, μετοικίζω κάποιον, ερημώνω.
ἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας, μετοικώ στα μεσόγεια.
ἀνοιμώζω = στενάζω, θρηνώ.
ἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ, επανορθώνω.
ἄνους = ανόητος.
ἀνταγορεύω = αντιλέγω.
ἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαι.
ἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία.
ἀνταίρω = ανθίσταμαι.
ἀντανάγω = εκπλέω, επιτίθεμαι, βγαίνω στο πέλαγος.
ἀνταποδίδωμι = ανταποδίδω.
ἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφω.
ἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιου.
ἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρού.
ἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρού.
ἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεση.
ἀντέχω = διαρκώ, παρατείνομαι./// ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτι.
ἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίον.
ἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδωτη βοήθεια.
ἀντιδίδωμι = ανταποδίδω, ανταλλάσσω.
ἀντιδικία = φιλονικία./// ἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκη.
ἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω, συμφιλιώνομαι.
ἀντικόπτω = αντικρούω, αντιστέκομαι.
ἀντιλέγω = αντιλέγω, φιλονικώ.
ἀντίος = αντιμέτωπος.
ἀντιπαραβάλλω = συγκρίνω.
ἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιου.
ἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλα.
ἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακό.
ἀντιπέμπω = στέλνω εναντίον.
ἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακό.
ἀντιποιοῦμαι τινός τινι = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι, προβάλλω δικαιώματα.
ἀντίπορος = αντικρινός.
ἀντίπρῳρος = αντιμέτωπος.
νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία.
ἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιου.
ἀντιτίθημι = αντιτάσσω.
ἀνυδρία = ξηρασία.
ἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματα.
ἀνύτω / ἀνύω = τελειώνω, κατορθώνω, διανύω.
ἄνωθεν = εκ των άνω. /// οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοι.
ἀνωμοτί = χωρίς όρκο./// ἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκε.
ἀνωφερής = ανηφορικός.
ἄξιος(< ἄγω) = άξιος.
πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογος.///πλείονος ἄξιος = χρησιμότερος.///οὐδενός ἄξιος = ασήμαντος.
σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνός.
ἀξιόχρεως = αξιόπιστος.
ἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο, έχω τη γνώμη.
ἀξύμφορος = επιζήμιος.
ἀπαγγέλλω = αναγγέλλω.
ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο.
ἀπαγορεύω = απαγορεύω, εξασθενώ, κουράζομαι.
ἀπάγω = απομακρύνω, οδηγώ, προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριο.
ἀπαθής = αναίσθητος, αβλαβής, χωρίς ατύχημα.
ἀπαλλάττω = απαλλάσσω, απολύω./// ἀπαλλάττομαι = αποχωρώ.
ἀπανίσταμαι = μεταναστεύω.
ἀπαντάω-ῶ = συναντώ, αποκρίνομαι, ανθίσταμαι, αντιμετωπίζω.
ἅπαξ = μία φορά.
ἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούω.///ἀπειθής = ανυπάκουος.
ἄπειμι = είμαι μακριά, απουσιάζω.
ἄπειρος = χωρίς δοκιμή, άπειρος, αμαθής.
μηδενός ἀπείρως ἔχω = τίποτε δεν αφήνω αδοκίμαστο.
ἀπελαύνω = εξορίζω, απομακρύνω.
ἀπεχθάνομαι = μισούμαι.///ἀπέχθεια = αντιπάθεια.
ἀπεχθής = μισητός, δυσάρεστος, εχθρικός.
ἀπέχω-ομαι = απέχω.
ἀπίθανος = απίστευτος, μη πειστικός.
ἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ, αμφιβάλλω.///ἀπιστία = δυσπιστία, καχυποψία.
ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά.
ἀποβάλλω = απορρίπτω.
ἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι, αθωώνω.
ἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό, αποδεικνύω.
ἀποδίδωμι = επιστρέφω, ανακοινώνω.
ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματα.
ἀποθνῄσκω = πεθαίνω, φονεύομαι.
ἀποικίζω = ιδρύω αποικία.
ἀποκάμνω = κουράζομαι, παραμελώ.
ἀποκνέω-ῶ = διστάζω, φοβούμαι.
ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατεία.
ἀποκτείνω = σκοτώνω, θανατώνω.
ἀπολαμβάνω = παίρνω, δέχομαι, αποκλείω.
ἀπολαύω = καρπούμαι, απολαμβάνω.
ἀπολείπω = αφήνω πίσω, εγκαταλείπω.
ἄπολις,-ιδος = εξόριστος, ο χωρίς πατρίδα.///ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μου.
ἀπόλλυμι = χάνω, φονεύω, καταστρέφω.
ἀπολύω = λύνω, ελευθερώνω, αθωώνω.
ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς =ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίες.
ἄπονος = άκοπος, οκνηρός.
ἀπορία = δυσκολία, έλλειψη.///εἰς ἀπορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέση.
ἀπόρως ἔχω (διάκειμαι – διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανία.
ἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω, αποσπώ, αποσύρω.
ἀπόστασις = αποστασία, επανάσταση.///ἀποστάτης = δραπέτης, λιποτάκτης, επαναστάτης.
ἀποτέμνω = αποκόπτω.
ἀποφαίνω = φανερώνω, αποδεικνύω.///ἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου, προτείνω.
ἀποψηφίζομαι = αθωώνω, λαμβάνω αντίθετη απόφαση.
ἀπραγμοσύνη = νωθρότητα, οκνηρία.///ἀπράγμων-ονος = νωθρός, φιλήσυχος.
ἀπροφάσιστος = πιστός, ειλικρινής.
πόλεμος ἀπροφύλακτος= χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως.
ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικά.
ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμο.
ἀργία = ανάπαυση, οκνηρία, απραξία./// ἀργός = άεργος, αδρανής.
ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτι.
ἀρετή = ανδρεία, ικανότητα, υπεροχή.
ἀριθμέω-ῶ = μετρώ, υπολογίζω.
ἀριστάω-ῶ = προγευματίζω.
ἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμα. ///ἄριστον = πρόγευμα.
ἁρμόττω = συναρμόζω, αρμόζω.
ἄρρηκτος = αδιάρρηκτος.
ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμος.
ἄρτι = πριν από λίγο
ἀρχή = έναρξη, εξουσία, κράτος.
ἄρχω = κάνω αρχή, αρχίζω, κυβερνώ./// ὁ ἄρχων = ο αρχηγός.///τό ἄρχειν = η εξουσία.
ἄρχομαι = αρχίζω, εξουσιάζομαι.
ἀρωγή = βοήθεια.///ἀρωγός = βοηθός.
ἀσθένεια = εξασθένηση, αδυναμία.
ἄσιτος = νηστικός.
ἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγηση.
ἀσταθής = αβέβαιος, ασταθής.
ἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσεις.
ἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίο./// ἀταξία = ακαταστασία, απειθαρχία.
ἀτιμάζω = δεν τιμώ, βρίζω, προσβάλλω.///ἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα.
ἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματα.
ἀτραπός = οδός, μονοπάτι.
ἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω, νικιέμαι.
αὐθάδεια = θράσος.///αὐθάδης= θρασύς.
αὖθις = πάλι, πίσω, στο μέλλον.
αὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδου.
αὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσία.
αὐτόματος = αυτόματα, αυθόρμητα.///αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατος.
αὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησία.///αὐτόνομος = αυτοδιοίκητος.
αὐτόχθων-ονος = γηγενής, ντόπιος.
ἀφαιρέω-ω / ἀφαιροῦμαι = αφαιρώ.
ἀφανής = αόρατος, άσημος, σκοτεινός.
ἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ, εξηγώ.
ἀφίημι = αφήνω, ελευθερώνω, αθωώνω.
ἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω, έρχομαι.
ἀφίστημι = απομακρύνω, εμποδίζω./// ἀφίσταμαι = απέχω, αποφεύγω, αποστατώ, επαναστατώ.
ἀφροσύνη = απερισκεψία.///ἄφρων-ονος = ανόητος, παράφρων.
ἀχαριστία = αγνωμοσύνη.
ἄχθομαι = αγανακτώ, στενοχωρούμαι.///ἄχθος = βάρος, λύπη.

 Πηγή: http://theoritiki.files.wordpress.com
















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου