ἄβατος
= αδιάβατος, απαραβίαστος.
ἀβίωτος
= ανυπόφορος. /// ἀβίωτόν
ἐστι τινὶ = ο βίος είναι ανυπόφορος σε κάποιον.
ἀβοητὶ
= χωρίς βοή.
ἀβουλεύω
= δεν θέλω να…///ἀβουλία
= έλλειψη σκέψεως, απερισκεψία.
ἄβουλος
= αυτός που δεν θέλει, απερίσκεπτος.///ἀβούλως
= απερίσκεπτα, ασύνετα.
ἁβρὸς
= λεπτός, χαριτωμένος, κομψός.
ἀγαθὸς
= καλός, ευγενής, ανδρείος.
ἀγαθὰ
φρονῶ = έχω καλά αισθήματα.///ἀγαθὰ
πάσχω= ευεργετούμαι.
ἄγαμαι
= θαυμάζω, επαινώ.
ἄγαν
= πολύ.
ἀγαπάω–ῶ=
αγαπώ, αρκούμαι σε κάτι.///ἀγαπητῶς
= πρόθυμα, με χαρά, αρκετά.
ἀγγελία
(ἄγγελος) = είδηση, αγγελία.///ἀγγέλλω
= αναγγέλλω.///ἄγγελος
= αγγελιαφόρος.
ἀγνοέω–ῶ
= αγνοώ.
ἀγνωμονέω–ῶ
= ενεργώ ασύνετα.///ἀγνωμόνως
= αναίσθητα.
ἀγνωμοσύνη
= αναισθησία, δυσμένεια.///ἀγνώμων
= αναίσθητος, απερίσκεπτος.
ἀγνωσία
= άγνοια, αφάνεια.
ἄγονος
= άκαρπος, στείρος, άτεκνος.
ἀγορὰ
= συγκέντρωση, τόπος συνελεύσεως.///ἀγορὰν
παρέχω = παρέχω τρόφιμα προς αγορά.
ἀγορεύω
= δημηγορώ.///κακῶς
ἀγορεύω = κακολογώ.
ἀγχιστεία
= συγγένεια.
ἄγω
= οδηγώ, φέρω.
ἄγω
εἰρήνην = έχω ειρήνη.///ἄγω
σχολὴν = σχολάζω.///ἄγω
ἡσυχίαν = ησυχάζω.
ἄγω
καὶ φέρω = λεηλατώ.///ἄγω
εἰς δίκην= σύρω στο δικαστήριο.
ἄγομαι
φόνου = κατηγορούμαι για φόνο.
ἀγὼν
= αγώνας, μάχη, άμιλλα, στάδιο, δίκη.
καθίστημί
τινα εἰς ἀγῶνα = μπλέκω κάποιον σε δίκη.
ποιῶ
ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως
σωματικής δυνάμεως.
ἀγωνίζομαι
= διεξάγω αγώνα.
ἀγωνίζομαι
περὶ τοῦ σώματος = διεξάγω δικαστικό αγώνα περί ζωής ή θανάτου.
ἄδηλος
= μη φανερός, αφανής.
ἀδόκιμος
= άσημος.
ἀδοξέω-ῶ
= δεν έχω καλή φήμη.///ἀδοξία
= κακή φήμη, ασημότητα.///ἄδοξος
= αφανής, άσημος.
ἀδυναμία
/ ἀδυνασία = αδυναμία.///ἀδυνατέω–ῶ
= δεν μπορώ.
ἀδωροδόκητος
/ ἀδωροδόκος = αυτός που δεν δέχεται δώρα.
Ἀθήναζε
= προς Αθήνα./// Ἀθήνηθεν
= από την Αθήνα.///Ἀθήνησι
= στην Αθήνα (στάση).
ἆθλον
= έπαθλο, βραβείο.///ἆθλα
τίθεται = προκηρύσσονται βραβεία.
ἀθρόος
= συγκεντρωμένος, πυκνός.
ἀθυμέω
– ῶ = χάνω το θάρρος μου, στενοχωρούμαι.///ἀθυμία
= απογοήτευση, έλλειψη θάρρους. ///ἀθύμως
ἔχω = χάνω το θάρρος μου.
αἰδέομαι-οῦμαι
= ντρέπομαι, σέβομαι. ///αἰδὼς
= ντροπή, σεβασμός.
αἴδιος
= αιώνιος.
αἰνέω-ῶ
= εγκωμιάζω, εγκρίνω.
αἰνίττομαι
= μιλώ αινιγματικά, υπονοώ.
αἵρεσις
= άλωση, κατάληψη, εκλογή, προτίμηση.
αἵρεσιν
δίδωμι = παρέχω το δικαίωμα της εκλογής.///αἵρεσιν
λαμβάνω = έχω το δικαίωμα της εκλογής.
αἱρέω-ῶ
= λαμβάνω, συλλαμβάνω, κυριεύω./// αἱροῦμαι
= εκλέγω, προτιμώ, εκλέγομαι.
δίκην
(γραφὴν) αἱρῶ = κερδίζω δίκη.
αἴρω
= υψώνω, μεταφέρω, απομακρύνω./// αἴρομαι
= υψώνομαι.
αἴρω
τεῖχος = υψώνω τείχος.///αἴρω
τὰς ναῦς = απομακρύνω τα πλοία.
αἴρω
ταῖς ναυσὶ = αποπλέω. ///αἴρω
τῷ στρατῷ = ξεκινώ με το στρατό.
αἴρομαι
κίνδυνον (πόλεμον) = αναλαμβάνω τον κίνδυνο(τον πόλεμο).
αἰσθάνομαι
= αντιλαμβάνομαι, μαθαίνω.
αἰσχρός
= επονείδιστος.
αἰσχύνη
= ντροπή./// αἰσχύνω
= ασχημίζω, ντροπιάζω.///αἰσχύνομαι
= ντρέπομαι, σέβομαι.
αἰτέω-ῶ
/ αἰτοῦμαι = ζητώ, παρακαλώ.
αἰτία
= αιτία, αφορμή, κατηγορία.///αἰτίαν
ἔχω (ὑπέχω) = κατηγορούμαι.
ἐν
αἰτίᾳ ἔχω τινά = κατηγορώ.///ἀπολύω
τινά τῆς αἰτίας = απαλλάσσω κάποιον
από
την κατηγορία.
αἰτιάομαι-ῶμαι
= κατηγορώ.
αἰών
= ζωή, αιώνας./// ὁ
σύμπας αἰών = αιωνιότητα.
ἀκμάζω
= είμαι ακμαίος .///ὁ
σῖτος ἀκμάζει = είναι ώριμος./// ἀκμή
= ακμή, αιχμή.
ἀκολασία=
ασωτία.
εὖ
ἀκούω = επαινούμαι./// κακῶς
ἀκούω = κακολογούμαι.
ἄκρα
= ακρωτήριο.
ἀκραιφνής
= ειλικρινής, ολόκληρος.
ἀκρασία
= ακολασία, ακράτεια.///ἀκρατής
= αχαλίνωτος, ο μη εγκρατής.
ἀκρισία
= σύγχυση.///ἄκριτος
= συγκεχυμένος.
ἀκροάομαι-ῶμαι
= ακούω.
ἄκρον
= κορυφή, ακρωτήριο.
ἄκων
= χωρίς τη θέληση.
ἀλγέω-ῶ
= πονώ, θλίβομαι.///ἀλγηδών
= πόνος, θλίψη.///ἄλγος
= πόνος, θλίψη.
ἀλήτης
= περιπλανώμενος.
ἁλίσκομαι
= κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, καταδικάζομαι.
ἄλκιμος
= ρωμαλέος, ανδρείος.
ἀλλάτω
= αλλάζω, μεταβάλλω, ανταλλάσσω.
ἀλλαχῇ-ἀλλαχοῦ-ἀλλαχόθι-ἄλλοθι
= αλλού.
ἀλλαχόθεν
= από αλλού.
ἀλλαχόσε-ἄλλοσε
= σε άλλο μέρος.
ἀλλότριος
= ξένος.///τὰ
ἀλλότρια = ξένες υποθέσεις.
ἀλλοτρίως
ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα = έχω εχθρικές διαθέσεις.
ἀλλόφυλος
= αλλοεθνής.
ἄλογος
= παράλογος, ακατανόητος.
ἅλωσις
= κατάκτηση, καταδίκη.
ἁλωτός
(< ἁλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να κυριευθεί, κατακτηθεί.
ἅμα
= αμέσως, συγχρόνως, μαζί.
ἀμαθία / ἀμάθεια = άγνοια.
ἁμαρτάνω
= αποτυγχάνω, σφάλλομαι.///ἁμαρτία
= αποτυχία, σφάλμα.
ἀμέλεια
= αδιαφορία.///ἀμελέω-ῶ
= παραμελώ, αδιαφορώ.///ἀμελής
= αδιάφορος.
ἀμηχανία
= απορία, στενοχώρια.
ἅμιλλα
= συναγωνισμός, αγώνας.
ἀμνημονέω-ῶ
= λησμονώ./// ἀμνήμων-ονος
= αυτός που λησμονεί.
ἀμύνω
= βοηθώ, αποκρούω, αγωνίζομαι για κάποιον.///ἀμύνομαι
= αποκρούω.
ἀμφότεροι
/ ἄμφω = και οι δύο.
ἀναγορεύω
= ανακηρύττω, διακηρύττω.
ἀνάγω
= μεταφέρω, οδηγώ προς τα άνω.
ἡ
ναῦς ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγος.
ἀναγωγή
= απόπλους, οδήγηση πλοίου στα ανοιχτά.
ἀνάδοτος
= ο επιστρεφόμενος.
ἀναιρέω-ῶ
/ ἀναιροῦμαι = σηκώνω, λαμβάνω, περισυλλέγω
και θάβω, καταστρέφω, αφαιρώ.
ἀνεῖλεν
(ἡ Πυθία ἢ ὁ θεός) = χρησμοδότησε.
ἀναλγησία=
αναισθησία./// ἀνάλγητος
= αναίσθητος, σκληρός.
ἀναλίσκω
/ ἀναλόω-ῶ = δαπανώ.
ἀναμένω
= αναμένω, υπομένω.
ἀναμιμνῄσκω
= υπενθυμίζω.///ἀναμιμνῄσκομαι
= θυμάμαι.
ἀνάντης
= ανηφορικός.
ἀναπείθω
= μεταπείθω./// ἀναπείθομαι
= αλλάζω γνώμη.
ἀνασκοπέω-ῶ
= επιθεωρώ, παρατηρώ.
ἀνάστατος
= ο διωγμένος από την πατρίδα.
ἀνάστατος
γίγνομαι = ερημώνομαι, καταστρέφομαι.
ἀνάστατον
ποιῶ = ερημώνω, καταστρέφω.
ἀναστρέφω
= ανατρέπω, γυρίζω πίσω.///ἀναστρέφομαι
= κάνω στροφή.
ἀναστροφή
= επιστροφή, περιστροφή.
ἀναχωρέω-ῶ
= υποχωρώ.
ἀνδραποδίζω
= καθιστώ κάποιον δούλο.///ἀνδράποδον
= δούλος.
ἀνείργω
= εμποδίζω.
ἀνεπιτήδειος
= ακατάλληλος, ανίκανος.
ἀνέχω
= κρατώ ψηλά, ανυψώνω.///ἀνέχομαι
= ανέχομαι, τολμώ, υποφέρω.
ἀνήκεστος
= αγιάτρευτος, ανεπανόρθωτος.
ἀνθίστημι
= στήνω αντιθέτως.///ἀνθίσταμαι
= εναντιώνομαι.
ἀνθρώπειος
= ανθρώπινος.
ἀνία
= θλίψη, πόνος, πλήξη.///ἀνιαρός
= ενοχλητικός, θλιβερός.
ἀνιάω-ῶ
= προξενώ λύπη.///ἀνιῶμαι
= λυπούμαι, στενοχωρούμαι.
ἀνίημι
= αφήνω, χαλαρώνω./// ἀνίστημι
= σηκώνω, μετακινώ.
ἀνίσταμαί
τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιου.
ἀνίσταμαι
ὑπό τινος = διώχνομαι.
ἄνοια
= μωρία, ανοησία.
ἀνοικίζω
= ανοικοδομώ, μετοικίζω κάποιον, ερημώνω.
ἀνοικίζομαι
= εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας, μετοικώ στα μεσόγεια.
ἀνοιμώζω
= στενάζω, θρηνώ.
ἀνορθόω-ῶ
= αποκαθιστώ, επανορθώνω.
ἄνους
= ανόητος.
ἀνταγορεύω
= αντιλέγω.
ἀνταγωνίζομαι
= συναγωνίζομαι.
ἀντιδικέω-ῶ
= ανταποδίδω την αδικία.
ἀνταίρω
= ανθίσταμαι.
ἀντανάγω
= εκπλέω, επιτίθεμαι, βγαίνω στο πέλαγος.
ἀνταποδίδωμι
= ανταποδίδω.
ἀνταπόλλυμι
= αντεκδικούμενος καταστρέφω.
ἀντεκπέμπω
= στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιου.
ἀντεξάγω
= εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρού.
ἀντεπάγω
= οδηγώ στρατό εναντίον εχθρού.
ἀντεπιτίθημι
= κάνω αντεπίθεση.
ἀντέχω
= διαρκώ, παρατείνομαι./// ἀντέχομαί
τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτι.
ἀντιβαίνω
= βαδίζω εναντίον.
ἀντιβοηθέω-ῶ
= ανταποδίδωτη βοήθεια.
ἀντιδίδωμι
= ανταποδίδω, ανταλλάσσω.
ἀντιδικία
= φιλονικία./// ἀντίδικος
= αντίπαλος σε δίκη.
ἀντικαταλλάσσω
= ανταλλάσσω, συμφιλιώνομαι.
ἀντικόπτω
= αντικρούω, αντιστέκομαι.
ἀντιλέγω
= αντιλέγω, φιλονικώ.
ἀντίος
= αντιμέτωπος.
ἀντιπαραβάλλω
= συγκρίνω.
ἀντιπαρατάσσω
= παρατάσσω απέναντι κάποιου.
ἀντιπαρέρχομαι
= πορεύομαι παράλληλα.
ἀντιπάσχω
= κι εγώ παθαίνω κακό.
ἀντιπέμπω
= στέλνω εναντίον.
ἀντιποιέω-ῶ
= ανταποδίδω κάτι καλό ή κακό.
ἀντιποιοῦμαι
τινός τινι = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι, προβάλλω δικαιώματα.
ἀντίπορος
= αντικρινός.
ἀντίπρῳρος
= αντιμέτωπος.
νῆες
ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία.
ἀντιτάσσω
= παρατάσσω εναντίον κάποιου.
ἀντιτίθημι
= αντιτάσσω.
ἀνυδρία
= ξηρασία.
ἀνυπόδητος
= χωρίς υποδήματα.
ἀνύτω
/ ἀνύω = τελειώνω, κατορθώνω, διανύω.
ἄνωθεν
= εκ των άνω. /// οἱ
ἄνωθεν = οι πρόγονοι.
ἀνωμοτί
= χωρίς όρκο./// ἀνώμοτος
= αυτός που δεν ορκίσθηκε.
ἀνωφερής
= ανηφορικός.
ἄξιος(<
ἄγω) = άξιος.
πολλοῦ
ἄξιος = αξιόλογος.///πλείονος
ἄξιος = χρησιμότερος.///οὐδενός
ἄξιος = ασήμαντος.
σῖτος
ἄξιος = σίτος φθηνός.
ἀξιόχρεως
= αξιόπιστος.
ἀξιόω-ῶ
= θεωρώ κάποιον άξιο, έχω τη γνώμη.
ἀξύμφορος
= επιζήμιος.
ἀπαγγέλλω
= αναγγέλλω.
ἀπαγγέλλω
πόλεμον = κηρύττω πόλεμο.
ἀπαγορεύω
= απαγορεύω, εξασθενώ, κουράζομαι.
ἀπάγω
= απομακρύνω, οδηγώ, προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριο.
ἀπαθής
= αναίσθητος, αβλαβής, χωρίς ατύχημα.
ἀπαλλάττω
= απαλλάσσω, απολύω./// ἀπαλλάττομαι
= αποχωρώ.
ἀπανίσταμαι
= μεταναστεύω.
ἀπαντάω-ῶ
= συναντώ, αποκρίνομαι, ανθίσταμαι, αντιμετωπίζω.
ἅπαξ
= μία φορά.
ἀπειθέω-ῶ
= δεν υπακούω.///ἀπειθής
= ανυπάκουος.
ἄπειμι
= είμαι μακριά, απουσιάζω.
ἄπειρος
= χωρίς δοκιμή, άπειρος, αμαθής.
μηδενός
ἀπείρως ἔχω = τίποτε δεν αφήνω αδοκίμαστο.
ἀπελαύνω
= εξορίζω, απομακρύνω.
ἀπεχθάνομαι
= μισούμαι.///ἀπέχθεια
= αντιπάθεια.
ἀπεχθής
= μισητός, δυσάρεστος, εχθρικός.
ἀπέχω-ομαι
= απέχω.
ἀπίθανος
= απίστευτος, μη πειστικός.
ἀπιστέω-ῶ
= δυσπιστώ, αμφιβάλλω.///ἀπιστία
= δυσπιστία, καχυποψία.
ὡς
ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά.
ἀποβάλλω
= απορρίπτω.
ἀπογιγνώσκω
= απελπίζομαι, αθωώνω.
ἀποδείκνυμι
= καθιστώ γνωστό, αποδεικνύω.
ἀποδίδωμι
= επιστρέφω, ανακοινώνω.
ἀποδίδωμι
τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματα.
ἀποθνῄσκω
= πεθαίνω, φονεύομαι.
ἀποικίζω
= ιδρύω αποικία.
ἀποκάμνω
= κουράζομαι, παραμελώ.
ἀποκνέω-ῶ
= διστάζω, φοβούμαι.
ἀποκνῶ
τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατεία.
ἀποκτείνω
= σκοτώνω, θανατώνω.
ἀπολαμβάνω
= παίρνω, δέχομαι, αποκλείω.
ἀπολαύω
= καρπούμαι, απολαμβάνω.
ἀπολείπω
= αφήνω πίσω, εγκαταλείπω.
ἄπολις,-ιδος
= εξόριστος, ο χωρίς πατρίδα.///ἄπολις
γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μου.
ἀπόλλυμι
= χάνω, φονεύω, καταστρέφω.
ἀπολύω
= λύνω, ελευθερώνω, αθωώνω.
ἀπολύομαι
αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς =ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίες.
ἄπονος
= άκοπος, οκνηρός.
ἀπορία
= δυσκολία, έλλειψη.///εἰς
ἀπορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέση.
ἀπόρως
ἔχω (διάκειμαι – διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανία.
ἀποσπάω-ῶ
= αποχωρίζω, αποσπώ, αποσύρω.
ἀπόστασις
= αποστασία, επανάσταση.///ἀποστάτης
= δραπέτης, λιποτάκτης, επαναστάτης.
ἀποτέμνω
= αποκόπτω.
ἀποφαίνω
= φανερώνω, αποδεικνύω.///ἀποφαίνομαι
= λέγω τη γνώμη μου, προτείνω.
ἀποψηφίζομαι
= αθωώνω, λαμβάνω αντίθετη απόφαση.
ἀπραγμοσύνη
= νωθρότητα, οκνηρία.///ἀπράγμων-ονος
= νωθρός, φιλήσυχος.
ἀπροφάσιστος
= πιστός, ειλικρινής.
πόλεμος
ἀπροφύλακτος= χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως.
ἅπτομαι
τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικά.
ἅπτομαι
τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμο.
ἀργία
= ανάπαυση, οκνηρία, απραξία./// ἀργός
= άεργος, αδρανής.
ἀρέσκομαι
= είμαι ικανοποιημένος από κάτι.
ἀρετή
= ανδρεία, ικανότητα, υπεροχή.
ἀριθμέω-ῶ
= μετρώ, υπολογίζω.
ἀριστάω-ῶ
= προγευματίζω.
ἀριστοκρατία
= αριστοκρατικό πολίτευμα. ///ἄριστον
= πρόγευμα.
ἁρμόττω
= συναρμόζω, αρμόζω.
ἄρρηκτος
= αδιάρρηκτος.
ἀρρωστότερος
γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμος.
ἄρτι
= πριν από λίγο
ἀρχή
= έναρξη, εξουσία, κράτος.
ἄρχω
= κάνω αρχή, αρχίζω, κυβερνώ./// ὁ
ἄρχων = ο αρχηγός.///τό
ἄρχειν = η εξουσία.
ἄρχομαι
= αρχίζω, εξουσιάζομαι.
ἀρωγή
= βοήθεια.///ἀρωγός
= βοηθός.
ἀσθένεια
= εξασθένηση, αδυναμία.
ἄσιτος
= νηστικός.
ἄσπονδος
= χωρίς συνθηκολόγηση.
ἀσταθής
= αβέβαιος, ασταθής.
ἀστασίαστος
= ο μη ταρασσόμενος από στάσεις.
ἀτακτέω-ῶ
= περνώ άτακτο βίο./// ἀταξία
= ακαταστασία, απειθαρχία.
ἀτιμάζω
= δεν τιμώ, βρίζω, προσβάλλω.///ἄτιμος
= αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα.
ἀτιμόω-ῶ
= αφαιρώ από κάποιον δικαιώματα.
ἀτραπός
= οδός, μονοπάτι.
ἀτυχέω-ῶ
= αποτυγχάνω, νικιέμαι.
αὐθάδεια
= θράσος.///αὐθάδης=
θρασύς.
αὖθις
= πάλι, πίσω, στο μέλλον.
αὐτοβοεί
= με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδου.
αὐτοκράτωρ
= με πλήρη εξουσία.
αὐτόματος
= αυτόματα, αυθόρμητα.///αὐτόματος
θάνατος = ο φυσικός θάνατος.
αὐτονομία
= πολιτική ανεξαρτησία.///αὐτόνομος
= αυτοδιοίκητος.
αὐτόχθων-ονος
= γηγενής, ντόπιος.
ἀφαιρέω-ω
/ ἀφαιροῦμαι = αφαιρώ.
ἀφανής
= αόρατος, άσημος, σκοτεινός.
ἀφηγέομαι-οῦμαι
= οδηγώ, εξηγώ.
ἀφίημι
= αφήνω, ελευθερώνω, αθωώνω.
ἀφικνέομαι-οῦμαι
= φθάνω, έρχομαι.
ἀφίστημι
= απομακρύνω, εμποδίζω./// ἀφίσταμαι
= απέχω, αποφεύγω, αποστατώ, επαναστατώ.
ἀφροσύνη
= απερισκεψία.///ἄφρων-ονος
= ανόητος, παράφρων.
ἀχαριστία
= αγνωμοσύνη.
ἄχθομαι
= αγανακτώ, στενοχωρούμαι.///ἄχθος
= βάρος, λύπη.
Πηγή: http://theoritiki.files.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου