Β
βαίνω =βαδίζω,πορεύομαι.
βάλλω
= ρίχνω, χτυπώ, ρίχνω (ακόντιο) από μακριά.
βαρύς
εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιον.
βαρέως
φέρω = δυσανασχετώ.
βέβαιος
= σταθερός, ασφαλής.
βιάζομαι
= πιέζομαι, καταβάλλομαι, εξαναγκάζομαι.
βιάζομαι
τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του
λιμένα.
βίος
= βίος, περιουσία,τα μέσα προς τη ζωή.
βοηθέω-ῶ
= βοηθώ, σπεύδω προς βοήθεια.
βοτόν
= βόσκημα, ζώο, κτήνος.
βούλευμα
= απόφαση. /// βουλευτήριον
= δικαστήριο, βουλευτήριο.
βουλεύω
= είμαι βουλευτής, σκέπτομαι./// βουλεύομαι
= σκέπτομαι, συσκέπτομαι, αποφασίζω.
βούλομαι
= θέλω, επιθυμώ./// τό
βουλόμενον = επιθυμία.
βραχύς
= κοντός, μικρός, σύντομος.
διά
βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια.
Γ
γέμω
= είμαι γεμάτος.
γενναῖος
= ευγενής, ανδρείος./// τό
γενναῖον = γενναιότητα.
γέννημα
= τέκνο, καρπός.
γεραιός / γηραιός = γέροντας, σεβαστός.
γηράσκω / γηράω-ῶ = γερνώ.
γηροτροφέω-ῶ
= γηροκομώ.
γίγνομαί
τινος = γεννιέμαι από κάποιον.
γίγνομαι
ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου.
γίγνομαι
ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιον.
γίγνομαι
ἔν τινι = φτάνω σε κάτι.
ταῦτα
γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχω.
οὕτω
γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσει.
τά
γνωσθέντα = οι αποφάσεις.
γνώμη
= σκέψη, κρίση.
προσέχω
τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή.
ἀποφαίνομαι
γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου.
τοιαύταις
γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις.
ἀεί
τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην
ίδια γνώμη.
τοιαύτη
γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται
στο νου μου.
γνώμην
ποιοῦμαι = προτείνω.
ἀπάγω
τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψη.
γράφω
νόμον = συντάσσω νόμο.
γράφομαι
νόμον = προσβάλλω νόμο.
γράφομαί
τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον
εγγράφως.
ὁ
γραψάμενος= ο κατήγορος.
γυμνοπαιδίαι
= Σπαρτιατική εορτή.
Δ
δαίμων
= θεός, μοίρα, τύχη.
τό
δεδιός = ο φόβος.
δείκνυμι
= επιδεικνύω, αποδεικνύω.
δεῖμα
= φόβος.
δεινός
= φοβερός, ικανός, επιδέξιος.
τά
δεινά = κίνδυνος, συμφορές.
ἐν
δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέση.
δελεάζομαι
= εξαπατώμαι με δόλωμα.
δέλεαρ
= δόλωμα.
δενδροτομέω-ῶ
= κατακόπτω τα δέντρα, ερημώνω.
δέω
= έχω ανάγκη, στερούμαι.
ὀλίγου
(μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα (δέω)+ ΑΠΡΜΦ.
Αορ. = λίγο έλειψε να…
δέομαι
= έχω ανάγκη, παρακαλώ.
δῆλος
= φανερός, σαφής.
δηλόω-ῶ
= φανερώνω, αποδεικνύω.
δημηγορέω-ῶ
= αγορεύω στη συνέλευση του λαού.
δημηγορία
= αγόρευση.
δῆμος
= λαός, δημοκρατικό πολίτευμα, δημοκρατικοί
πολίτες.
δημόσιος
= κοινός./// δημοσίᾳ
= με έξοδα του δημοσίου.
δῃόω-ῶ
= λεηλατώ.
διαβατήρια
= θυσία προ της διαβάσεως της χώρας.
διαβολή=
συκοφαντία.
διαγίγνομαι
= ζω.
διαγιγνώσκω
= διαχωρίζω, εκφέρω γνώμη, αποφασίζω,
διακρίνω.
διάγω
= ζω τη ζωή μου, διαρκώς κάνω κάτι, ζω.
διαγωνίζομαι
= αγωνίζομαι, μάχομαι, τελειώνω τον
αγώνα.
διάδηλος
= ολοφάνερος.
δίαιτα
= ζωή, τρόπος ζωής.
διαιτησία
= λύση διαφοράς.
διάκειμαι
= είμαι διατεθειμένος.
διακριβόω-ῶ
= εξακριβώνω.
διαλέγω
= εκλέγομαι
διαλέγομαι
= συζητώ, μιλώ, συνεννοούμαι.
διαλείπω
= απέχω, μεσολαβώ.
οὐ
διαλείπω + Κατηγ. μ.τ.χ. = διαρκώς.
διαλείπω
+ μ.τ.χ. = παύω να…
διαλλαγή
= συμφιλίωση, συμφιλιωτική προσπάθεια.
διαλλάττω
= συμφιλιώνω.
διανέμω
= μοιράζω.
διάνοια
= νους, πνεύμα, σκοπός, γνώμη.
χρῶμαι
νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματα.
διαπλέω
= (διά μέσου) πλέω.
διάπλους
= διάπλευση, ταξίδι, πορθμός.
διαπράττομαι
= διαπραγματεύομαι, πετυχαίνω, κατορθώνω,
αποπερατώνω.
διαπυνθάνομαι
= ρωτώ, ζητώ να μάθω.
διαρρήδην
= ρητά, σαφώς.
διασκεδάννυμι
= διασκορπίζω.
διατίθημι
= τακτοποιώ, διαθέτω.
διαφέρω
= διαφέρω, υπερέχω, υπερισχύω.
διαφθείρω
= καταστρέφω, φονεύω.
δίγλωττος
= διερμηνέας, δόλιος.
δίδωμι
= δίνω, παρέχω.
δίδωμί
τινι + απρμφ. = αξιώνω κάποιον να.
δίκην
δίδωμι = τιμωρούμαι.
διεκπλέω
= διαπλέω, διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας
δια μέσου της.
διέκπλους
= ο πλους δια μέσου, διάσπαση εχθρικής
γραμμής.
διέξειμι / διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς, εκθέτω.
ὁ
τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητής.
διέχω
= απέχω, αποχωρίζομαι.
διίστημι
= διαχωρίζω.
διίσταμαι
= διαφωνώ, απομακρύνομαι.
δίκη
= δίκη, δίκαιο, δικαιοσύνη
δίκην
φεύγω = δικάζομαι.
δίκην
ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκη.
δίκην
δίδωμί τινι = τιμωρούμαι.
δίκην
ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι.
δίκην
λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ.
δίκην
ἐπιτίθημι = τιμωρώ.
δίκην
φεύγω = αθωώνομαι.
διχῇ
= κατά δυο τρόπους, στα δύο.
διώκω
= διώκω, καταδιώκω, κατηγορώ.
ὁ
διώκων = ο κατήγορος./// ὁ
διωκόμενος = ο κατηγορούμενος.
τά
δόξαντα / τά δεδογμένα = οι αποφάσεις.
ὡς
ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μου.
ἔδοξε
ταῦτα = αυτά εγκρίθηκαν.
δόκησις
= γνώμη, ιδέα, υποψία.
δοκιμάζω
= ελέγχω, εγκρίνω,υποβάλλω σε
δοκιμασία,
εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτή.
δόξα
= ιδέα, υπόληψη, φήμη.
δουλεύω
= είμαι δούλος, υπήκοος.
Εὖ
(κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον.
δύναμαι
= μπορώ.
δυναστεία
= κυριαρχία, εξουσία.
δυσκλεής
= άδοξος.
δύσκλεια
= κακή φήμη.
δύσνους
= εχθρικός.
δυσπραξία
= αποτυχία, ατυχία, κακοτυχία.
δυστυχέω–ῶ
= υφίσταμαι ατυχίες.
δωροδοκέω–ῶ
= δέχομαι δώρα, δωροδοκούμαι.
δωροδόκος
= δωροδοκούμενος.
Πηγή: http://theoritiki.files.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου