Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Λεξιλόγιο Αρχαίων Ελληνικών - Β - Γ- Δ -


Β
βαίνω =βαδίζω,πορεύομαι.                                                                                       
βάλλω = ρίχνω, χτυπώ, ρίχνω (ακόντιο) από μακριά.
Beta uc lc.svgβάρβαρος = ο μη ελληνικός, ο ξένος.
βαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιον.
βαρέως φέρω = δυσανασχετώ.
βέβαιος = σταθερός, ασφαλής.
βιάζομαι = πιέζομαι, καταβάλλομαι, εξαναγκάζομαι.
βιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμένα.
βίος = βίος, περιουσία,τα μέσα προς τη ζωή.
βοηθέω-ῶ = βοηθώ, σπεύδω προς βοήθεια.
βοτόν = βόσκημα, ζώο, κτήνος.
βούλευμα = απόφαση. /// βουλευτήριον = δικαστήριο, βουλευτήριο.
βουλεύω = είμαι βουλευτής, σκέπτομαι./// βουλεύομαι = σκέπτομαι, συσκέπτομαι, αποφασίζω.
βούλομαι = θέλω, επιθυμώ./// τό βουλόμενον = επιθυμία.
βραχύς = κοντός, μικρός, σύντομος.
διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια.

Γ
γέμω = είμαι γεμάτος.                                                                            
γενναῖος = ευγενής, ανδρείος./// τό γενναῖον = γενναιότητα.
γέννημα = τέκνο, καρπός.
γεραιός / γηραιός = γέροντας, σεβαστός.
γεραίτεροι = πρεσβύτεροι./// γῆρας = γεράματα.
γηράσκω / γηράω-ῶ = γερνώ.
γηροτροφέω-ῶ = γηροκομώ.
γίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιον.
γίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου.
γίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιον.
γίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτι.
ταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχω.
οὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσει.
τά γνωσθέντα = οι αποφάσεις.
γνώμη = σκέψη, κρίση.
προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή.
ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου.
τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις.
ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη.
τοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μου.
γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω.
ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψη.
γράφω νόμον = συντάσσω νόμο.
γράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμο.
γράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφως.
ὁ γραψάμενος= ο κατήγορος.
γυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή.

Δ
δαίμων = θεός, μοίρα, τύχη.                                                                            
δέδοικα-δέδια = φοβούμαι.
τό δεδιός = ο φόβος.
δείκνυμι = επιδεικνύω, αποδεικνύω.
δεῖμα = φόβος.
δεινός = φοβερός, ικανός, επιδέξιος.
τά δεινά = κίνδυνος, συμφορές.
ἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέση.
δελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμα.
δέλεαρ = δόλωμα.
δενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα, ερημώνω.
δέω = έχω ανάγκη, στερούμαι.
ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα (δέω)+ ΑΠΡΜΦ. Αορ. = λίγο έλειψε να…
δέομαι = έχω ανάγκη, παρακαλώ.
δῆλος = φανερός, σαφής.
δηλόω-ῶ = φανερώνω, αποδεικνύω.
δημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαού.
δημηγορία = αγόρευση.
δῆμος = λαός, δημοκρατικό πολίτευμα, δημοκρατικοί πολίτες.
δημόσιος = κοινός./// δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίου.
δῃόω-ῶ = λεηλατώ.
διαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώρας.
διαβολή= συκοφαντία.
διαγίγνομαι = ζω.
διαγιγνώσκω = διαχωρίζω, εκφέρω γνώμη, αποφασίζω, διακρίνω.
διάγω = ζω τη ζωή μου, διαρκώς κάνω κάτι, ζω.
διαγωνίζομαι = αγωνίζομαι, μάχομαι, τελειώνω τον αγώνα.
διάδηλος = ολοφάνερος.
δίαιτα = ζωή, τρόπος ζωής.
διαιτησία = λύση διαφοράς.
διάκειμαι = είμαι διατεθειμένος.
διακριβόω-ῶ = εξακριβώνω.
διαλέγω = εκλέγομαι
διαλέγομαι = συζητώ, μιλώ, συνεννοούμαι.
διαλείπω = απέχω, μεσολαβώ.
οὐ διαλείπω + Κατηγ. μ.τ.χ. = διαρκώς.
διαλείπω + μ.τ.χ. = παύω να…
διαλλαγή = συμφιλίωση, συμφιλιωτική προσπάθεια.
διαλλάττω = συμφιλιώνω.
διανέμω = μοιράζω.
διάνοια = νους, πνεύμα, σκοπός, γνώμη.
χρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματα.
διαπλέω = (διά μέσου) πλέω.
διάπλους = διάπλευση, ταξίδι, πορθμός.
διαπράττομαι = διαπραγματεύομαι, πετυχαίνω, κατορθώνω, αποπερατώνω.
διαπυνθάνομαι = ρωτώ, ζητώ να μάθω.
διαρρήδην = ρητά, σαφώς.
διασκεδάννυμι = διασκορπίζω.
διατίθημι = τακτοποιώ, διαθέτω.
διαφέρω = διαφέρω, υπερέχω, υπερισχύω.
διαφθείρω = καταστρέφω, φονεύω.
δίγλωττος = διερμηνέας, δόλιος.
δίδωμι = δίνω, παρέχω.
δίδωμί τινι + απρμφ. = αξιώνω κάποιον να.
δίκην δίδωμι = τιμωρούμαι.
διεκπλέω = διαπλέω, διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου της.
διέκπλους = ο πλους δια μέσου, διάσπαση εχθρικής γραμμής.
διέξειμι / διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς, εκθέτω.
ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητής.
διέχω = απέχω, αποχωρίζομαι.
διίστημι = διαχωρίζω.
διίσταμαι = διαφωνώ, απομακρύνομαι.
δίκη = δίκη, δίκαιο, δικαιοσύνη
δίκην φεύγω = δικάζομαι.
δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκη.
δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαι.
δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι.
δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ.
δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ.
δίκην φεύγω = αθωώνομαι.
διχῇ = κατά δυο τρόπους, στα δύο.
διώκω = διώκω, καταδιώκω, κατηγορώ.
ὁ διώκων = ο κατήγορος./// ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος.
τά δόξαντα / τά δεδογμένα = οι αποφάσεις.
ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μου.
ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκαν.
δόκησις = γνώμη, ιδέα, υποψία.
δοκιμάζω = ελέγχω, εγκρίνω,υποβάλλω σε
δοκιμασία, εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτή.
δόξα = ιδέα, υπόληψη, φήμη.
δουλεύω = είμαι δούλος, υπήκοος.
Εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον.
δύναμαι = μπορώ.
δυναστεία = κυριαρχία, εξουσία.
δυσκλεής = άδοξος.
δύσκλεια = κακή φήμη.
δύσνους = εχθρικός.
δυσπραξία = αποτυχία, ατυχία, κακοτυχία.
δυστυχέω–ῶ = υφίσταμαι ατυχίες.
δωροδοκέω–ῶ = δέχομαι δώρα, δωροδοκούμαι.
δωροδόκος = δωροδοκούμενος.

 Πηγή: http://theoritiki.files.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου