δέομαι ὑμῶν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἐθελῆσαί μου μετ' εὐνοίας ἀκοῦσαι λέγοντος, ὑπολογιζομένους τό τε μέγεθος τοῦ κινδύνου καὶ τὸ πλῆθος τῶν αἰτιῶν πρὸς ἂς ἀπολογήσασθαί με δεῖ, καὶ τὰς τέχνας καὶ τὰς κατασκευὰς τοῦ κατηγόρου καὶ τὴν ὠμότητα, ὃς ἐτόλμησε παρακελεύσασθαι πρὸς ἄνδρας ὀμωμοκότας τῶν ἀντιδίκων ὁμοίως ἀμφοτέρων ἀκούσεσθαι τοῦ κινδυνεύοντος φωνὴν μὴ ὑπομένειν. [2] καὶ ταῦτ' εἶπεν οὐ δι'
ὀργήν: οὐδεὶς γὰρ τῶν ψευδομένων τοῖς ἀδίκως διαβαλλομένοις ὀργίζεται, οὐδ' οἱ
τἀληθῆ λέγοντες κωλύουσι λόγου τυχεῖν τὸν φεύγοντα: οὐ γὰρ πρότερον ἡ κατηγορία
παρὰ τοῖς ἀκούουσιν ἰσχύει, πρὶν ἂν ὁ φεύγων ἀπολογίας τυχὼν ἀδυνατήσῃ τὰς
προειρημένας αἰτίας ἀπολύσασθαι.
ΑΙΣΧΙΝΗΣ, Περί
της Παραπρεσβείας, 1-2
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
δέομαι : παρακαλώ, ἡ
αἰτία : η κατηγορία, αἱ τέχναι : τα τεχνάσματα, οι πανουργίες, ἡ
κατασκευή : η επινόηση, ο ψευδής ισχυρισμός παρακελεύομαι : συμβουλεύω,
παροτρύνω, ὁ φεύγων : ο κατηγορούμενος, ἀπολύομαι
τά αἰτίας : ανασκευάζω, αποκρούω τις κατηγορίες
ΑΣΚΗΣΕΙΣ
1. δέομαι, ἐτόλμησε, ἀκοῦσαι : ΕΑ
2. ἐθελῆσαί, ὑπομένειν, παρακελεύσασθαι : ΧΑ
3. λέγοντος : μετοχή
παθητικού αορίστου στη δοτική πληθυντικού του αρσενικού γένους
ὀμωμοκότας : αντίστοιχος
τύπος του μέλλοντα / εἶπεν : β΄ενικό
προστακτικής ίδιου
χρόνου, ίδιας φωνής/ διαβαλλομένοις : β΄ενικό
προστακτικής αορίστου β΄ ίδιας φωνής /
τυχεῖν : γ΄ πληθ. ευκτικής μέλλοντα/ φεύγοντα : απαρεμφατα
μέλλοντα και αορίστου β
4. ὑμῶν, μου, ἂς, ὃς, οὐδεὶς
: κλίση στο ίδιο γένος ή πρόσωπο
5. ἄνδρες, εὐνοίας, μέγεθος, πλῆθος, τέχνας, ὠμότητα, φωνὴν, τἀληθῆ,
τοῖς
ἀκούουσιν : πλάγιες πτώσεις άλλου αριθμού
6.οὐδεὶς γὰρ τῶν
ψευδομένων τοῖς ἀδίκως διαβαλλομένοις ὀργίζεται : να μεταφερθεί στον πλάγιο λόγο με εξάρτηση : α) Ὁ ῥήτωρ λέγει ὅτι… β) Ὁ ῥήτωρ λέγει
+ ειδ. απαρ. γ) Ὁ ῥήτωρ ἔγνω +κατηγορηματική μετοχή
7. μου, τοῦ κινδύνου, με, ἀμφοτέρων, φωνὴν, ταῦτ', τῶν ψευδομένων, λέγοντες, τὸν
φεύγοντα, παρὰ τοῖς ἀκούουσιν: να αναγνωριστούν συντακτικά οι παραπάνω όροι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου