Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

Λεξικό Βασικών Κοινωνιολογικών Όρων




Α


αίρεση=θρησκευτική ομάδα, που διαμαρτύρεται εναντίον μιας άλλης από την οποία συνήθως αποσπάται
αναρχισμός=άρνηση της ύπαρξης της οποιασδήποτε εξουσίας και του κράτους
ανταλλακτική αξία=σχέση ποιοτική κατά την οποία η αξία χρήσης ενός εμπορεύματος ανταλλάσσεται με την αξία χρήσης ενός άλλου
αντιπληθωρισμός=η μείωση της ποσότητας του χρήματος που κυκλοφορεί, η οποία μπορεί να επιτευχθεί π.χ. με την αύξηση του φόρου, με τον περιορισμό στα έξοδα του προϋπολογισμού κ.α.
αξία χρήσης=η δυνατότητα ενός πράγματος να ικανοποιεί κάποια ανθρώπινη ανάγκη απαρτχάιντ=ακραία φυλετική διάκριση
απογραφή=συγκέντρωση πληροφοριών (συνήθως ανά δεκαετία) για τον πληθυσμό μιας χώρας
απομόνωση=η απομάκρυνση ενός προσώπου από μια ομάδα ή μιας ομάδας από κάποια άλλη
αριστοκρατία=διακυβέρνηση, συνήθως κληρονομική, από την τάξη των άριστων, των ευγενών
αυτάρκεια=το να ικανοποιείται ο άνθρωπος μ' αυτά που έχει, χωρίς εξάρτηση από άλλους
αρχηγός=πρόσωπο που αναγνωρίζεται ως υπερέχον από την κοινωνία
αυτοματοποίηση=η αντικατάσταση του ανθρώπινου δυναμικού από μηχανές
αφομοίωση=η ενσωμάτωση των μεταναστών στο κοινωνικό στοιχείο υποδοχής τους 

Β

βάση και εποικοδόμημα=το εποικοδόμημα (θεσμοί, κράτος, ιδεολογία) καθορίζεται από τη βάση (σχέση μεταξύ εργατών, μέσων παραγωγής και ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής)
βέτο=άρνηση του αρχηγού ενός κράτους να επικυρώσει νόμο που ψηφίστηκε στη βουλή
βιομηχανική επανάσταση=απότομες οικονομικές, τεχνικές, κοινωνικές και  πνευματικές αλλαγές που οδήγησαν στην εμφάνιση της βιομηχανίας στην Αγγλία κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ 1760 και 1860
βιομηχανική σύγκρουση=σύγκρουση ανάμεσα σε ιδιοκτήτες ή στελέχη βιομηχανιών και εργαζομένων 

Γ

γένος=ομάδα συγγενών πατρικής γραμής που συνδέεται με το ίδιο όνομα και ζει συνήθως στην ίδια τοποθεσία
γεωπολιτική=θεωρία που ερμηνεύει τα κοινωνικά φαινόμενα βάσει γεωγραφικών αιτίων γκέτο=υποβαθμισμένη περιοχή, στην οποία δρα μια περιθωριοποιημένη - λόγω χρώματος, θρησκεύματος ή εθνότητας-  ομάδα ατόμων
γραφειοκρατία=αυστηρή ιεραρχία υπαλληλικού προσωπικού που αναλαμβάνει προκαθαρισμένους ρόλους από μια κεντρική εξουσία

Δ

δαιμονοληψία=η αντίληψη ότι ένα πνεύμα μπορεί να εισέλθει σ' ένα άτομο και να το καταστήσει υποχείριό του
δημαγωγία=η εξαπάτηση του λαού με παραπλανητικά συνθήματα, υποσχέσεις κ.λ.π.
δημογραφία=ασχολείται με τις ποικίλες αλλαγές που επέρχονται στον πληθυσμό μιας χώρας π.χ. λόγω γεννήσεων, θανάτων ή μεταναστεύσεων
διαστρωμάτωση=η κατάταξη των ατόμων σε διάφορα κοινωνικά στρώματα με βάση τις ανισότητες στο εισόδημα, τον πλούτο, τη δύναμη, το γόητρο, την ηλικία, την εθνότητα ή οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό τους
δίκαιο=η διαμόρφωση ενός συστήματος κανόνων το οποίο καθορίζεται από την κρατική εξουσία
δικαιοσύνη=κοινωνικό αίτημα για ισότητα και αμεροληψία
δόγμα Τρούμαν=το πρόγραμμα εξωτερικής πολιτικής του προέδρου των ΗΠΑ Τρούμαν (1947), για την αντιμετώπιση του κομουνισμού
δουλεία=μορφή ιδιοκτησίας που παρέχει σε κάποιον το δικαίωμα να εξουσιάζει δίκην πράγματος άλλα άτομα
δώρο=ανταλλαγή αντικειμένων που αποσκοπεί στην ανάπτυξη ή ενίσχυση των κοινωνικών σχέσεων ή στην επίδειξη οικονομικής δύναμης 

Ε

έθιμο=επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά που βασίζεται σε καθιερωμένα πρότυπα, αντιλήψεις ή πεποιθήσεις
εθισμός=η εξάρτηση από μια επιβλαβή ουσία (συνήθως ναρκωτική)
εθνικισμός=ιδεολογία σύμφωνα με την οποία κάθε λαός ξεχωρίζει από τους άλλους βάσει ορισμένων κοινών χαρακτηριστικών, όπως είναι η γλώσσα, η θρησκεία ή η εθνική καταγωγή
εθνικό εισόδημα=η αξία που δημιουργείται από την παραγωγική εργασία του πληθυσμού μιας χώρας σε περίοδο ενός έτους
εθνικό προιόν=η χρηματική αξία αγαθών ή υπηρεσιών που παράγονται σε μια χώρα σε διάστημα ενός έτους
εκθήλυνση=η αύξηση του γυναικείου πληθυσμού σ' ένα επάγγελμα (γυναικοκρατία) 
εκλογίκευση=η χρησιμοποίηση της λογικής ή και του ψεύδους για τη δικαιολόγηση μιας πράξης
εκπαίδευση=συστηματική διδασκαλία που αποσκοπεί στην πνευματική και ηθική ανάπτυξη των νέων
εκτεταμένη οικογένεια=η διαβίωση κάτω από την ίδια στέγη γονέων, παιδιών και άλλων πιο μακρυνών συγγενών
ελίτ=ομάδα ατόμων που αναγνωρίζεται ως ανώτερη
ενσωμάτωση=αποδοχή της συμμετοχής της εργατικής τάξης στην πολιτική και οικονομική δραστηριότητα αντί για την περιθωριοποίησή της, που αποτελεί απειλή για τη διασάλευση της τάξης
εξαστισμός ή αστικοποίηση=η αύξηση του πληθυσμού που ζει στα αστικά κέντρα
εξέλιξη=διαδικασία αλλαγής μέσω της οποίας παράγεται κάτι νέο
εξουσία=άσκηση δύναμης (εξαναγκασμού, βίας) , στην οποία τα άτομα υπακούουν, γιατί τη θεωρούν νόμιμη
επανάσταση=αλλαγή στη διακυβέρνηση μιας κοινωνίας που γίνεται με βίαιο τρόπο
επιδημιολογία=μελέτη για τη συχνότητα εμφάνισης ή κατανομής στον ανθρώπινο πληθυσμό των ασθενειών
επιρροή=αιτία που επιδρά σε άτομα και ομάδες έτσι ώστε να παρεκκλίνουν από την κανονικότητα της συμπεριφοράς τους
ευθύνη= το να αισθάνεται κάποιος υπόλογος για την άσκηση ενός αναληφθέντος υπ' αυτού έργου
εσωτερίκευση=η αποδοχή εκ μέρους του ατόμου των κοινωνικών αξιών ή κανόνων ετεροδικία=απολαβή ιδιαιτέρων πλεονεκτημάτων ή δικαιωμάτων ορισμένων πολιτών που ζουν σε ξένα κράτη π.χ. διπλωμάτες 

Θ

θεσμός=πρακτική που έχει καθιερωθεί ή επιβληθεί από την κοινωνία και σχετίζεται με τη δομή της κοινωνίας π.χ. ο θεσμός της οικογένειας
θετικισμός=αντίληψη ότι η επιστήμη πρέπει να ασχολείται μόνο μ' αυτά που συλλαμβάνονται με τις αισθήσεις ή υπόκεινται στην παρατήρηση
θρησκεία=πεποιθήσεις ή τελετουργίες που σχετίζονται με το θείο ή το ιερό
θρύλος=λαική διήγηση, στην οποία πρωταγωνιστούν άνθρωποι ή υπερφυσικές δυνάμεις

Ι

ιδεολογία=σύνολο πεποιθήσεων, αντιλήψεων ή στάσεων, που δεν ανταποκρίνονται κατ' ανάγκην στο αληθές
ιδιοκτησία=δικαιώματα που έχει κάποιος επί εμψύχων ή αψύχων αντικειμένων
ιδιωτικοποίηση=η τάση ενασχόλησης των ανθρώπων κατά το μείζον με την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή παρά με τη δημόσια π.χ. περιορισμός των σχέσεων της οικογένειας με τους γείτονες ή τους συγγενείς
ιμπεριαλισμός=η στρατιωτική (συνήθως) επιβολή ενός κράτους στην επικράτεια κάποιου άλλου
ιστορικός υλισμός=ο τρόπος παραγωγής των υλικών αγαθών καθορίζει τα κοινωνικά, πολιτικά ή πολιτιστικά φαινόμενα (βλέπε βάση και εποικοδόμημα) 

Κ

καπιταλισμός=μορφή οικονομικής οργάνωσης που βασίζεται στην ιδιοκτησία και στον έλεγχο των μέσων παραγωγής (κεφάλαιο)
καρτέλ=συνεννόηση μεταξύ επιχειρήσεων για τη μείωση του ανταγωνισμού στη αγορά
κάστα=μορφή κοινωνικής διαστρωμάτωσης, με σαφή διάκριση των ανωτέρων στρωμάτων που μετέχουν σε τελετουργίες εξαγνισμού και των κατωτέρων στρωμάτων που αποκλείονται απ' αυτές
καταναγκασμός=οι απειλές ή η χρήση βίας που καθορίζουν τη δράση και τη συμπερριφορά των υποτελών ατόμων ή κοινωνιών
κίνητρο=αυτό που παρακινεί το άτομο σε μιαν ενέργεια (π.χ. αμοιβή)
κοινή γνώμη=η ανάλυση ή μέτρηση με στατιστικές μεθόδους της γνώμης των ανθρώπων πάνω σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος
κοινωνία=οργανωμένο και αυτοτελές σύνολο ατόμων, το οποίο έχει τη δική του ταυτότητα και συνέχεια στο χρόνο
κοινωνική αλληλεπίδραση=αμοιβαία επιρροή μεταξύ ατόμων ή ομάδων λόγω της επικοινωνίας τους
κοινωνική ομάδα=συγκροτημένος, μικρός αριθμός ατόμων με κοινά υλικά, πνευματικά ή ηθικά συμφέροντα
κοινωνικοποίηση=διαδικασία συμμόρφωσης προς τους κοινωνικούς κανόνες (βλέπε εσωτερίκευση)
κοινωνικός έλεγχος=διαδικασία αντιμετώπισης της κοινωνικής απόκλισης με την επιβολή κυρώσεων
κοινωνικό στρώμα=κοινωνική ομάδα που δεν έχει όλα τα γνωρίσματα της τάξης π.χ. οι ειδικευμένοι εργάτες
κοινωνιολογία=συστηματική μελέτη της συλλογικής δράσης των ατόμων και των κοινωνικών προβλημάτων
κολχόζ=συναιτεριστική επιχείρηση αγροτών
κοσμοθεωρία=σύνολο αντιλήψεων ή πεποιθήσεων μιας κοινωνικής ομάδας για τον κόσμο
κόστος=αυτό που θυσιάζεται για να αποκτηθεί κάτι άλλο
κουλτούρα=τα πολιτιστικά στοιχεία μιας ανθρώπινης κοινωνίας, όπως η γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα
κυβερνητική=σύνολο θεωριών και ερευνών για τον άνθρωπο, τους οργανισμούς και τις μηχανές

Λ

λαϊκισμός=τάση των πολιτικών, οι οποίοι, για να κολακεύσουν το λαό, κάνουν λόγο για τις αρετές του και τις υψηλές του αξίες
λούμπεν προλεταριάτο=οι ξεπεσμένοι σε μια κοινωνία π.χ. αλήτες, εγκληματίες κ.ά. 

Μ

μαζική κοινωνία=η σύγχρονη πολιτεία αποτελείται από άτομα που δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους, είναι δηλαδή άτομα παρόμοια και αδιαφοροποίητα, πρόσφορα σε οποιαδήποτε χειραγώγηση
μακαρθισμός=πολιτική διώξεων και εκφοβισμού
μακιαβελισμός=πολιτική που μεταχειρίζεται οποιοδήποτε μέσο για την επιτυχία ενός σκοπού
μερκαντιλισμός=η οικονομική ευημερία εξασφαλίζεται με κυβερνητικές ρυθμίσεις ή παρεμβάσεις
μεσαία τάξη=τάξη που αποτελείται από εργαζόμενους σε μη χειρωνακτικές εργασίες, της οποίας οι συνθήκες εργασίας ή οι αμοιβές είναι ευνοϊκότερες απ' αυτές της εργατικής τάξης και υποδεέστερες της ανώτερης τάξης
μεσιανισμός=η πίστη για τον ερχομό κάποιου μεσία
μετανάστευση=μετακίνηση εργατικού δυναμικού είτε στο εσωτερικό μιας χώρας είτε στο εξωτερικό, λόγω ανεργίας ή φτώχειας
μητριαρχία=η άσκηση εξουσίας στην οικογένεια από τη μητέρα
μίμηση=αντιγραφή της συμπεριφοράς των άλλων
μόδα=παροδική συμπεριφορά, που εμφανίζεται σε άτομα ή ομάδες που επιζητούν την αναγνώριση της κοινωνικής τους θέσης
μονοπώλιο=ο έλεγχος της αγοράς από ένα πωλητή που διαθέτει την αποκλειστικότητα εμπορίας ενός οικονομικού αγαθού

Ν

νεποτισμός=η παροχή θέσεων ή ευνοιών από ένα αξιωματούχο στον στενό συγγενικό του κύκλο 

Ο

ορδή=νομαδική ομάδα που διεκδικεί αποκλειστικά δικαιώματα θήρας ή βοσκής σε ορισμένα εδάφη
όχλος=συλλογική δράση ατόμων, η οποία κατευθύνεται από μια κοινή συγκινησιακή παρόρμηση 

Π

παιδεία= (βλέπε εκπαίδευση)
παλλακεία=συμβίωση ενός άνδρα και μιας γυναίκας χωρίς νόμιμο γάμο
παραβατικότητα=η παράβαση των νομικών και κοινωνικών κανόνων
παράδοση=πρακτικές, αντιλήψεις, πεποιθήσεις, θεσμοί ή δημιουργήματα που παραδίδονται από γενιά σε γενιά
πατερναλισμός=τάση των ατόμων να υπακούουν ή να υποτάσσονται σ' ένα αρχηγό με αντάλλαγμα την προστασία του (παρομοιάζεται με τη σχέση που υφίσταται μεταξύ πατέρα και παιδιού)
πατριά=ομάδα συγγενών πατρικής ή μητρικής γραμμής
πατρωνεία=το δικαίωμα που διαθέτει ένα άτομο ή πολιτικό κόμμα να κάνει ρουσφέτια
πλήθος=σύνολο ατόμων χωρίς ηγεσία ή συγκεκριμένο στόχο π.χ. το θεατρικό κοινό
πληθωρισμός=αύξηση των τιμών με αντίστοιχη μείωση της αγοραστικής δύναμης προκατάληψη=στάση εχθρότητας προς κάποια κοινωνική ομάδα (συνήθως φυλετική) προλεταριάτο=η εργατική τάξη
προπαγάνδα=προσπάθεια ελέγχου της γνώμης και της συμπεριφοράς του ανθρώπου
πυρηνική οικογένεια=κοινωνική ομάδα αποτελούμενη από τους γονείς και τα παιδιά (αντιδιαστέλλεται προς την εκτεταμένη) 

Ρ

ρατσισμός=η πεποίθηση ότι υπάρχουν ανώτερες και κατώτερες φυλές, ανώτεροι και κατώτεροι άνθρωποι γενικότερα
ρόλος=η ανάληψη από κάποια άτομα μιας κοινωνικής θέσης που καθορίζει και τη συμπεριφορά τους π.χ. ο ρόλος του συζύγου
σταδιοδρομία=οι διαδοχικές εργασίες που αναλαμβάνει ένα άτομο στη ζωή του 

Σ

συγγένεια εξ αγχιστείας=σχέσεις μεταξύ ατόμων που προέρχονται από σύναψη γάμου
συνήθεια=ενέργεια ατόμου που επαναλαμβάνεται τακτικά, εθισμός
στάση=σταθερή πεποίθηση για πρόσωπα και πράγματα π.χ. η στάση ενός ατόμου για το θέμα της αθανασίας της ψυχής
στερεότυπο=προκατειλημμένη αντίληψη για ομάδα ατόμων, φυλή ή τάξη
στέρηση=η αδυναμία πρόσβασης στα αγαθά π.χ. η φτώχεια
στίγμα=η απόδοση σε μια ομάδα ή σ' ένα άτομο ενός μειωτικού χαρακτηριστικού
 

Τ

ταμπού=καθετί το απαγορευμένο
τάξη=τύπος διαστρωμάτωσης της κοινωνίας ο οποίος προσδιορίζεται από οικονομικούς παράγοντες
ταξική πάλη=σύγκρουση μεταξύ κοινωνικών τάξεων η οποία συντελείται κυρίως σε οικονομικό επίπεδο 

Υ

υπεραξία=η αξία που παράγει ο εργαζόμενος, αφού αφαιρεθεί το ημερήσιο κόστος διατροφής του και την οποία καρπούται ο εργοδότης του 

Φ

φασισμός=ρατσιστικό πολιτικό σύστημα
φατική επικοινωνία=συναισθηματική επικοινωνία για τη διαμόρφωση κοινών στάσεων
φεμινισμός=διεκδίκηση ίσων ευκαιριών για γυναίκες και άνδρες
φεουδαρχία=σύστημα γαιοκτησίας, το οποίο εκχωρεί φέουδα με αντάλλαγμα την παροχή υπηρεσιών
φράξια=ομάδα ανθρώπων με κοινό συμφέρον 

Ω

ωρίμανση=διαδικασία ανάπτυξης ενός οργανισμού, η οποία καταλήγει σε αλλαγή συμπεριφοράς (π.χ. ωρίμανση του παιδιού για ανάγνωση ή γραφή)

Πηγή: lyk-n-mesimvr.thess.sch.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου