·
Ἄγω: αγωγή (ανα-, δι-, προσ-, εισ-, εξ-, συν-, προ-,
κατ-, μετ-, παρ, επ-, απ-, υπ-) αγωγή, αγωγός, παιδαγωγός, ευάγωγος, ανάγωγος,
άγουσα, άγημα, αγέλη, αγώνας, αγώγιμος, άμαξα, άξονας,
(προσ-, εισ-) ακτέος, επείσακτος, παρείσακτος, σύναξη, παρθεναγωγείο,
υδραγωγείο, καταγώγιο, λοχαγός, ξεναγός, χορηγός, στρατηγός. Συνώνυμα:
κομίζω, ὀδηγῶ, φέρω, ἡγοῦμαι. Αντώνυμα: ἀφίημι, καταλείπω
·
Αἱροῦμαι: αίρεση, (εξ-, συν-, προ-, αν-, καθ-, δι-, αφ-, υφ-)
αίρεση, αιρετός, εξαίρετος, αναφαίρετος, διαιρέτης, διαιρετός, αυθαίρετος,
διαιρετέος, αφαιρετέος. Συνώνυμα: ἐκλέγω, προτιμῶ, χειροτονῶ
·
Ἀλείφω: άλειμμα, αλοιφή, άλειψη, επάλειψη, εξάλειψη,
απάλειψη, ανεξάλειπτος. Συνώνυμα: χρίω, ἐπιχρίω. Αντώνυμα: ἀπαλείφω,
ἐξαλείφω, σβέννυμι
·
Ἁμαρτάνω: αμαρτία, αμάρτημα, αναμάρτητος, αμαρτωλός. Συνώνυμα:
ἀστοχῶ, ἀποτυγχάνω, σφάλλομαι. Αντώνυμα: τυγχάνω, ἐπιτυγχάνω, εὐστοχῶ,
κατορθῶ
·
Γίγνομαι: γένεση, γένος, γενιά, γονέας, πρόγονος, απόγονος,
εγγονός επίγονος, γόνος, αγενής, ευγενής, συγγενής, ομογενής, γενητός,
αγένητος, συγγένεια, αγένεια, γενετήσιος. Συνώνυμα: εἰμί, γεννῶμαι,
ποιοῦμαι, φύομαι. Αντώνυμα: ἀποθνήσκω
·
Δείκνυμι: (παρά-, υπό-)δείγμα, (έν-, από-, επί-)δειξη,
δείκτης, αυταπόδεικτο. Συνώνυμα: δηλῶ, ἐμφαίνω, μηνύω (=φανερώνω),
σημαίνω. Αντώνυμα: ἀποκρύπτω, λανθάνω
·
Δέομαι: δέηση, ενδεής Συνώνυμα: ἀντιβολῶ, ἱκετεύω,
κελεύω, λιπαρῶ
·
Δέχομαι: (απο-, εκ-)δοχή, δεξιός, δεξαμενή, δοκός, δέκτης,
δόκανο, δοχείο, δεκτός (αποδεκτός, απαράδεκτος). Συνώνυμα: λαμβάνω
·
Διδάσκω: διδάσκαλος, διδασκαλία, διδακτήριο, διδακτικός,
διδακτός, αδίδακτος, δίδαγμα, διδασκαλίστικος, δασκαλοκεντρικός. Συνώνυμα:
δείκνυμι, νουθετῶ, παραινῶ, συμβουλεύω. Αντώνυμα: μανθάνω, πυνθάνομαι
·
Δίδωμι: δόση, (διά-, επί-, μετά-)δοση, δώρο, εκδοτήριο,
επιδοτήριο, δότης, (προ-, εκ-)δότης, (παρα-)δοτός, παραδοτέος, έκδοτος,
ανεπίδοτος, ανέκδοτος, δωσίλογος, δωσίδικος. Συνώνυμα: δωροῦμαι, παρέχω,
προσφέρω, ἐπιτρέπω, ἐφίημι. Αντώνυμα: λαμβάνω, δέχομαι, ἀποσπῶ, ἀφαιρῶ
·
Δοκῶ: άδοξος, δόξα, δόγμα, αδόκητος, δόκιμος, ευδόκιμος,
αδόκιμος, δοξάζω, δογματικός, δοκιμή, δοκίμιο. Συνώνυμα: νομίζω,
ἡγοῦμαι, οἴομαι, φαίνομαι, ὑπολαμβάνω, γιγνώσκω
·
Ἐθίζω: εθισμός, έθιμο, συνήθεια, ασυνήθιστος. Συνώνυμα:
ἀσκῶ, γυμνάζω, διδάσκω, παιδεύω
·
Εἰμί: ουσία, (συν-, απ-, εξ-)ουσία, όντως, ουσιώδης,
ουσιαστικός, ετυμολογία, ετυμηγορία. Συνώνυμα: γίγνομαι, ζῶ, ὑπάρχω. Αντώνυμα:
ἄπειμι, θνῄσκω
·
Ἐσθίω: εδωδή (= τροφή), εδώδιμος (= φαγώσιμος), έδεσμα,
νηστικός, φαγητό, φαγώσιμος, αφάγωτος Συνώνυμα: τρώγω, βιβρώσκω. Αντώνυμα:
πεινῶ
·
Ἔχω: έξη, μέθεξη, ευεξία, καχεξία, εξής, εφεξής, ηνίοχος,
σχήμα, σχέση, σχεδόν, σχολείο, σχόλη, (απ-, εξ-, παρ-, υπέρ-, κατ-, συν-)οχή,
ανακωχή, ανθεκτικός, ένοχος, κάτοχος, μέτοχος, κακουχία, ραβδούχος, κλειδούχος,
συνταξιούχος. Συνώνυμα: ἄγω, δύναμαι, κρατῶ, φέρω. Αντώνυμα:
στεροῦμαι, ἡττῶμαι
·
Ἡγοῦμαι: ηγεμόνας, ηγεμονία, ηγεμονικός, ηγεμονεύω, (εισ-,
περι-, αφ-, καθ-, υφ-)ηγητής, ανεκδιήγητος, ηγήτορας, (αφ-, δι-)ήγημα,
ηγούμενος. Συνώνυμα: ὁδηγῶ, ἄρχω, βασιλεύω, δυναστεύω, κρατῶ, γιγνώσκω,
δοκῶ, νομίζω. Αντώνυμα: ἕπομαι, ἀκολουθῶ
·
Ἥδομαι: ηδονή, ηδονικός, ηδονίζομαι, ηδονισμός, φιλήδονος,
ηδονοθηρία, ηδονοβλεψίας. Συνώνυμα: ἀγάλλομαι, εὐφραίνομαι, χαίρω, τέρπομαι. Αντώνυμα:
ἀνιῶμαι, ἄχθομαι, λυποῦμαι, ἀθυμῶ, θλίβομαι
·
Θαρρῶ: θάρρος, θράσος, θαρραλέος, θαρρετός, ευθαρσής,
ευθαρσώς, ενθαρρύνω, αποθαρρύνω, (εν-)αποθαρρυντικός. Συνώνυμα: εὐθαρσῶ,
τολμῶ, καρτερῶ, ἐπιρρώνυμαι. Αντώνυμα: δέδοικα, φοβοῦμαι, ὀκνῶ
·
Θεωρῶ: θεώρημα, θεώρηση, (ανα-, επι-) θεώρηση, θεωρία,
θεωρητικός, αθεώρητος, δυσθεώρητος, επιθεωρητής, αναθεωρητής, αναθεωρητικός,
θεωρείο. Συνώνυμα: θεῶμαι, ὁρῶ, σκοπῶ, προσέχω, παρατηρῶ, ἀμελῶ, ὀλιγωρῶ
·
Ἵσταμαι: στάση, σταθμός, στήλη, ιστός, ορθοστάτης,
(επι-,απο-, προ-)στάτης, στάθμη, στάδιο, στατήρας, σταθερός, ασταθής, (συ-, εκ-)στατικός,
(διά-, από-, περί-, εν- έκ-, σύ-, ανά-, κατά-, μετά-, παρά-, αντί-)σταση,
συστάδην, ασύστατος, σύστημα. Συνώνυμα: ἐγείρω, ὀρθῶ, τάττω, ἱδρύω,
πήγνυμι
·
Καλῶ: κλήση, κλητήρας, κλητός, κλήτευση, απρόσκλητος,
εκκλησία, εκκλησιάζομαι, εκκλησιαστικός, πρόκληση, απρόκλητος, σύγκλητος,
έγκλημα, εγκληματικός. Συνώνυμα: ὀνομάζω, προσαγορεύω, κλητεύω, φωνάζω,
φωνῶ
·
Κεῖμαι: κοίτη, κοιμάμαι, κείμενο, ωκεανός, κειμήλιο
·
Κλίνω: κλίση, παρέκκλιση, σύγκλιση, κλίνη, κλίμακα,
επικλινής, κλιτύς (=πλαγιά), κλιτός, κλίμα, ανάκλιντρο. Συνώνυμα: ῥέπω,
τρέπω, στρέφω. Αντώνυμα: ὀρθῶ
·
Λαμβάνω: λήψη, (συλ-, προσ-, προ-, ανα-, κατά-, περί-, αντί-,
μετά-, υπό)λήψη, λαβή, χειρολαβή, παραλαβή, απολαβή, λάφυρο, λαβίδα, εργολάβος,
εργολαβία, εργολήπτης, παραλήπτης, λήμμα, (κατά-, ακατά-, ευ-, επί-, ανεπί-,
ασύλ-) ληπτός, ευυπόληπτος, ανυπόληπτος, επιλήψιμος. Συνώνυμα: αἱρῶ,
δέχομαι
·
Λανθάνω: λήθη, λάθρα, λαθραίος, αληθινός, επιλήσμονας,
αληθεύω, άληστος (=αλησμόνητος), λήθαργος, λάθος, λαθροκυνηγός, λαθρεπιβάτης,
λαθραναγνώστης. Συνώνυμα: διαφεύγω, κρύπτομαι, ἀμνημονῶ. Αντώνυμα:
μέμνημαι, μνημονεύω, φαίνομαι
·
Λέγω: λέξη, λεκτικός, λέσχη, αδολέσχης (= φλύαρος), λόγος,
(εύ-, επί-, έλ- < έν, πρό-, ανά-, κατά-, διά-, παρά-, αντί-, υπό-) λόγος,
σπερμολόγος, θεολόγος, πολυλογάς, λογίζομαι, απολογούμαι, λογύδριο, λογικός,
λογικεύομαι, λογαριάζω, δυσλεξία, δυσλεκτικός, ρήμα, ρήτορας, ρητορικός, ρήση,
ειρήνη, αντίρρηση, πρόρρηση, ρήτρα, έπος, καλλιέπεια, ορθοεπής, ρητός, άρρητος,
απόρρητος. Συνώνυμα: ἀγορεύω, δημηγορῶ, διεξέρχομαι, φάσκω, φημί,
φθέγγομαι, φράζω. Αντώνυμα: σιωπῶ, σιγῶ
·
Λείπω: διάλειμμα, έλλειμμα, υπόλειμμα, ελλιπής, λιποτάκτης,
λιποταξία, λοιπός, υπόλοιπος, κατάλοιπο, έλλειψη, έκλειψη, λείψανο,
αδιάλειπτος (-α), λοίσθιος (= έσχατος), εγκατάλειψη, λιπόψυχος, λιποψυχία,
λιποψυχώ, ελλιποβαρής, ελλειμματικός. Συνώνυμα: ἀφίημι, ἐῶ. Αντώνυμα:
λαμβάνω, καρποῦμαι, χρῶμαι
·
Λυποῦμαι: λύπη, (συλ-) λυπητήριος, αξιολύπητος, αλύπητος. Συνώνυμα:
ἀθυμῶ, ἀλγῶ, ἀνιῶμαι, ἄχθομαι, θλίβομαι. Αντώνυμα: ἀγάλλομαι, γέγηθα,
εὐφραίνομαι, ἥδομαι, τέρπομαι, χαίρω
·
Μαρτυρῶ: μαρτυρία, μάρτυρας, μαρτύριο, μαρτυρικός, Συνώνυμα:
βεβαιῶ, ὁμολογῶ, μηνύω, εἰσαγγέλλω
·
Μείγνυμι: μείξη, (ανά-, πρόσ-)μειξη, μείγμα, μικτός, μιγάδας,
μιγαδικός, σμίγω, αμιγής. Συνώνυμα: κεράννυμι, συνάππτω, συναρμόττω
·
Κεράννυμι: κράση, κράμα, κρασί, κρατήρας, κέρασμα, ακέραστος,
εύκρατος, άκρατος. Συνώνυμα:
μείγνυμι, συγχέω, φύρω
·
Μηχανῶμαι: αμήχανος, μηχανικός, μηχάνημα, βιομήχανος,
βιομηχανικός, πολυμήχανος. Συνώνυμα: ἐπινοῶ, εὑρίσκω, τεχνῶμαι
·
Μένω: μόνος, μένος, μονή, (δια-, επι-, υπο-, πάρα-, εμ-)
μονή, μόνιμος, μονάζω, μενετός, Μενέλαος. Αντώνυμα: ἀπέρχομαι,
ἀποδιδράσκω, δραπετεύω, φεύγω, κινοῦμαι
·
Νέμω: νόμος, (δια-, κατα-)νομή, νόμιμος, νομικός,
παράνομος, σύννομος, άνομος, νομιμοποιώ, ανέμητος (=αδιαίρετος), νέμεση, νομός,
νομάς, νομαδικός, διανομέας, αδιανέμητος. Συνώνυμα: διαδίδωμι,
διαμερίζω, παρέχω. Αντώνυμα: λαμβάνω, ἀφαιρῶ, καρποῦμαι
·
Οἶδα: είδηση, ειδήμονας, συνείδηση, ιστορία,
ιστορικός, ιστορώ Συνώνυμα: γιγνώσκω, ἐπίσταμαι, αἰσθάνομαι, ἐπαΐω. Αντώνυμα: ἀγνοῶ
·
Οἰκοδομῶ: οικοδόμος, οικοδομή, οικοδομήσιμος, οικοδομικός,
ανοικοδόμηση
·
Οἰκῶ: οίκος, (δι-) οικητής, (επ-, συν-, κατ-, απ-, μετ-,
περί-) οίκος, κατοικία, ακατοίκητος, (δι-, συν-, κατ-, μετ-, επ-, απ-) οίκηση,
οικέτης (=δούλος του σπιτιού), οικήτορας, οικιστής, οίκημα, οικήσιμος,
κατοικήσιμος, διοικητικός, διοικητήριο. Συνώνυμα: (α. κατοικώ:)
διατρίβω, διαιτῶμαι (β. κυβερνώ:) ἄρχω, κυβερνῶ
·
Ὀρθῶ: (κατ-, δι-) όρθωμα, (δι-, αν-, επαν-) όρθωση,
αδιόρθωτος, ανορθωτής, διορθωτής, διορθωτικός. Συνώνυμα: ἀνίστημι,
ἐγείρω, διασώζω, ὑψόω-ῶ. Αντώνυμα: καταβάλλω, καθαιρῶ, κρημνίζω
·
Ὁρίζω: ορισμός (καθ-, δι-, αφ-, προ-, περί-) ορισμός,
προσδιορισμός, ο όρος, όριο, οριστής, (αφ-, καθ-) οριστικός, απεριόριστος (-α),
ορισμένος. Συνώνυμα: διακρίνω, διαστέλλω, διαχωρίζω
·
Ὁρῶ: όραμα, οραματίζομαι, οραματιστής, ορατός, αόρατος,
όραση, ενόραση, διόραση, αυτόπτης, επόπτης, μάτι < ὁμμάτιον
< ὅμμα, οπτικός, μύωπας, μυωπία, οφθαλμός < οπ + θαλ,
όψη, κάτοψη, σύνοψη, άποψη, πρόσοψη, ύποπτος, (περί-, ευσύν-, ανύπ-)
οπτος, κάτοπτρο, προσόψιο, όφις, είδος, είδωλο, ειδύλλιο, ιδέα.
Συνώνυμα: θεῶμαι, θεωρῶ, σκοπῶ, βλέπω. Αντώνυμα: τυφλώττω,
ἀβλεπτῶ
·
Πείθω: πειθώ, πείσμα, πεισματάρης, πεισματικός, πειστικός,
πίστη, πιστός, (ά-, .έν-, εύ-, δύσ-)πιστος, (α-, .ευ-, δυσ-)πιστία,
εμπιστοσύνη, πιθανός, πιθανότητα, απίθανος, πεποίθηση. Συνώνυμα:
βιάζομαι, ἀναγκάζω
·
Ποιῶ: ποίημα, ποίηση, (εκ-, προσ-, μετά-, πάρα-, αντί-,
περί-, απο-) ποίηση, προσποιητός, χειρο-ποίητος, ποιότητα, ποιοτικός. Συνώνυμα:
δρῶ, ἐργάζομαι, πράττω, τελῶ, κατασκευάζω
·
Πράττω: πράγμα, πράξη, πράκτορας, πρακτορείο, εισπράκτορας,
πρακτικός, άπρακτος, δυσπραγία, ευπραγία, μονόπρακτο, απράγμονας,
πολυπράγμονος. Συνώνυμα: δρῶ, ποιῶ, ἐργάζομαι, ἐπιτελῶ
·
Ῥίπτω: ρίψη, απόρριψη, απορριπτέος, ρίψασπις, ριπή,
ριψοκινδυνεύω, ακατάρριπτος, απορρίμματα. Συνώνυμα: βάλλω, ἵημι
·
Σκοπῶ: σκέψη, (επι-, συ-, περί-, διά-) σκεψη,
σκοπός, επίσκοπος, επισκοπή, επισκόπηση, επισκέπτης, επισκοπικός,
αρχιεπίσκοπος, αρχιεπισκοπή, αρχιεπισκοπικός. Συνώνυμα: ἐπιθυμῶ,
παρατηρῶ, ἐξετάζω, ἐπιτηρῶ, ἀναλογίζομαι
·
Στοχάζομαι: στοχασμός, στόχος, στόχαση, άστοχος, εύστοχος,
στοχαστής, στοχαστικός, στόχαστρο, αστόχαστος. Συνώνυμα: διαννοοῦμαι,
συλλογίζομαι, σκοπεύω, στοχεύω, τεκμαίρομαι, κρίνω, ἐννοοῦμαί τι. Αντώνυμα:
ἁμαρτάνω τινός, ἀποτυγχάνω, ἀστοχῶ
·
Στρέφω: στροφή, στρέμμα, στρέψη, (ανα-)στρέψιμος, στρόφιγγα,
στρόβιλος, στροβιλίζω, στροβιλισμός, (εξω-, εσω-)στρεφής, ανεπιστρεπτί
(= επίρρ.: χωρίς επιστροφή), στρεβλός, στραβός, στραβώνω,
στραβίζω, στραβισμός. Συνώνυμα: κλίνω, τρέπω. Αντώνυμα: ἐῶ,
εὐθύνω
·
Τελειοῦμαι: τελείωση, τελείωμα, τελειωτικός, ατελής, ευτελής,
τέλειος, τελώ, τελετή, τέλεση, αποτέλεσμα.
·
Τρέπω: τρόπος, τροπή, (ανα-, εκ-, εν-, προ-, μετα-, επι-, απο-, υπο-, )τροπή, τρόπαιο,
αποτρόπαιος, τροπάριο, ευτράπελος, δυσαπότρεπτος, τροπίδα, ντροπή, αδιάντροπος.
·
Φέρω: φόρος, φορά (ανα-, συμ-, εκ-, εισ-, προσ-, προ-,
κατά-, δια-,μετά-, περί-, υπο-)φορά, φοράδα, φορέας, αμφορέας, φόρτος, φέρετρο,
φαρέτρα, φορείο, δίφρος, ασύμφορος, διάφορος, εύφορος, φερέγγυος,
φερνή (= προίκα), πολύφερνος, διηνεκής, πυρφόρος,
υδροφόρος, λεωφόρος, λεωφορείο, ευεπίφορος (= επιρρεπής), ανυπόφορος,
δορυφόρος, φορώ, διένεξη, φωριαμός, αυτόφωρο. Συνώνυμα:
ἄγω, ἔχω, κομίζω, ἀνέχομαι, ὑπομένω, ὑφίσταμαι
·
Φημί: φήμη, κατάφαση, (δια-, δυσ-)φημίζω, διαφήμιση, φωνή,
άφατος, αφασία, προφήτης, προφητικός, προφητεύω, προφητεία. Συνώνυμα:
λέγω, φάσκω, φράζω. Αντώνυμα: ἀπόφημι, ἀρνοῦμαι, σιγῶ, σιωπῶ
·
Φθείρω: φθορά, φθαρτός, άφθαρτος, αδιάφθορος, ψυχοφθόρος. Συνώνυμα:
ἀπόλλυμαι, ἀφανίζομαι, λυμαίνομαι, λωβῶμαι. Αντώνυμα: σῴζω, λύω
·
Φοβοῦμαι: φόβος, φόβητρο, φοβία, άφοβος, φοβίζω, φοβερός,
επίφοβος, φοβερίζω, φοβέρα. Συνώνυμα: δέδοικα, ὀκνῶ, πτήσσω, ὀρρωδῶ. Αντώνυμα:
θαρρῶ, τολμῶ, θαρρύνω
·
Φύω: φύση, φυτό, φυτικός, φυτεύω, παραφυάδα, έμφυτος,
σύμφυτος, φύλο, φύλλο, εμφύλιος, φυή, φυλή, φυλετικός, ευφυής, ευφυΐα
·
Χαίρω: χάρη, χαρά, χάρμα, χαρίζω, χαριτωμένος,
περιχαρής, χαρμόσυνος, χαρωπός, χαιρέκακος. Συνώνυμα: ἀγάλλομαι, εὐθυμῶ,
γέγηθα, ἥδομαι, τέρπομαι. Αντώνυμα: ἀθυμῶ, ἀνιῶμαι, ἄχθομαι, ἀσχάλλω,
θλίβομαι, λυποῦμαι
·
Χρῶμαι: χρεία, χρέος, χρήση, χρήσιμος, χρηστός,
χρηστότητα, εύχρηστος, άχρηστος, (κατα-)χρηστικός, χρησιμεύω, καταχραστής. Συνώνυμα:
μεταχειρίζομαι, ἔχω, κτῶμαι.
Πηγή: ellinomathia.wordpress.com