Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

"Κρητική Πολιτεία": Η ιστορία μέσα από φωτογραφίες της εποχής


"Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας"
Φύλλο που εκδόθηκε στα Χανιά στις 16 Μαρτίου του 1905. Αναφέρει ότι ο Ύπατος Αρμοστής Γεώργιος ζητά από τους επαναστάτες στο Θέρισσο να καταθέσουν τα όπλα, προκειμένου να αποφευχθεί η παρέμβαση των στρατευμάτων κατοχής.

Κρητική Πολιτεία

Είναι γνωστό ότι η Κρήτη, η οποία αναλώθηκε σε πολέμους, επαναστάσεις και ξενικές κατοχές, υπήρξε το προπύργιο πολυετών αγώνων και θυσιών. Ο 19ος αιώνας, ο τελευταίος αιώνας πριν απ’ την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και την Αυτονομία του νησιού, είναι περίοδος ταραχών και συνεχών επαναστάσεων. 
Η Επανάσταση του 1821, που κηρύσσεται και στο νησί, διαρκεί μια δεκαετία, με τη Φιλική Εταιρεία να ανθεί στην Κρήτη, καταλήγει όμως σε άλλη μία ξενική κατοχή, την Αιγυπτιοκρατία (1831 – 1841), που οδηγεί στην Επανάσταση του 1841. Η περίοδος της ειρήνης, μετά την επανάσταση αυτή, διαρκεί πολύ λίγο, αφού το 1858 εκδηλώνεται το κίνημα του Μαυρογένη. Η μεγάλη τριετής Επανάσταση του 1866 – 1869 αναδεικνύει και πάλι τη φλόγα της κρητικής ψυχής για ελευθερία και σημαδεύεται από το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, στις 9 Νοεμβρίου του 1866. Ο Οργανικός Νόμος, που εφαρμόστηκε για μία δεκαετία (1868 – 1878), παραχωρεί σκιώδη προνόμια στους Κρήτες, οι οποίοι καταφεύγουν και πάλι στα όπλα (1877 – 1878). Η επανάσταση αυτή επιφέρει, ως αποτέλεσμα, ορισμένες αλλαγές στον Οργανικό Νόμο, που τροποποιείται με την περίφημη Σύμβαση της Χαλέπας (Οκτώβριος 1878). Η Σύμβαση αυτή στάθηκε σταθμός στην ιστορία του κρητικού λαού, γιατί με τα λίγα έστω προνόμια δόθηκαν από τους Τούρκους κάποιες ελευθερίες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών, την πρόοδο της δημοσιογραφίας, την ενίσχυση του πατριωτικού φρονήματος και την ελευθερία της σκέψης, αφού, μεταξύ άλλων, επετράπη, σύμφωνα με το άρθρο 15 της Σύμβασης, η έκδοση πολιτικών εφημερίδων και η σύσταση φιλεκπαιδευτικών συλλόγων. Δυστυχώς, ορισμένα από τα προνόμια σταδιακά καταργήθηκαν και οι Κρήτες επαναστάτησαν και πάλι, το 1889. Το 1895 συγκροτείται η Μεταπολιτευτική Επιτροπή και η επανάσταση του ίδιου έτους χαρακτηρίζεται ως «η τυχερή επανάσταση», ενώ το Κρητικό Ζήτημα κορυφώνεται με την Επανάσταση του 1897 – 1898. Στο τέλος του 1898, κηρύσσεται η Αυτονομία του νησιού, με τη σύσταση της Κρητικής Πολιτείας υπό την εποπτεία των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης. Κατά τα πρώτα χρόνια της Αυτονομίας, οι Μεγάλες Δυνάμεις διατηρούν τους τέσσερις τομείς που είχαν δημιουργήσει – αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό και ιταλικό – και τα στρατεύματά τους σταθμεύουν στο νησί. Τα Χανιά, πρωτεύουσα της Κρήτης από το 1850 και εξής, και η γύρω περιοχή γίνονται πολυεθνικός τομέας. Η Κρητική Αυτονομία αρχίζει με την ανάληψη της διοίκησης της νεοσύστατης Κρητικής Πολιτείας από τον Ύπατο Αρμοστή, Πρίγκιπα Γεώργιο, δευτερότοκο γιο του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου, τον οποίο είχαν επιβάλει οι Μεγάλες Δυνάμεις, που αποβιβάζεται στο λιμάνι στης Σούδας την 9η Δεκεμβρίου 1898.

 
 Άφιξη του πρίγκηπα Γεωργίου στα Χανιά.  Εκφωνεί διάγγελμα στο λαό της Κρήτης.  Στον εξώστη του κτιρίου κυματίζει η σημαία της Κρητικής Πολιτείας.  Μοναδικές διαφορές από την ελληνική σημαία: το τετράγωνο που φέρει το αστέρι είναι κόκκινο.

Αρχίζει αμέσως να εκδίδεται η Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας. Στο πρώτο φύλλο της, στις 25 Δεκεμβρίου 1898, δημοσιεύεται η προκήρυξη του Ηγεμόνα για την ανάληψη των καθηκόντων του, συγκροτείται επιτροπή για την κατάρτιση σχεδίου πολιτεύματος και εκδίδεται διάταγμα για τη συγκρότηση της Κρητικής Συνελεύσεως, από 138 χριστιανούς και 50 μουσουλμάνους πληρεξουσίους. Ως ημέρα εκλογών ορίζεται η 24η Ιανουαρίου 1899. Η Κρητική Βουλή στεγάζεται σε κτίσμα στο κέντρο του Δημοτικού Κήπου των Χανίων και το προεδρείο της Συνέλευσης των Κρητών αποτελείται από έναν πρόεδρο, τρεις αντιπροέδρους και τρεις γραμματείς.

 
Αρχείο:Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας 1907.djvu
Η αρχική σελίδα του Συντάγματος της Κρητικής Πολιτείας
Συντάσσεται το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα (φ. 24/16-4-1899). ***
Δημιουργείται σώμα Κρητικής Χωροφυλακής, ιδρύεται η Τράπεζα Κρήτης και κυκλοφορεί η κρητική δραχμή.
Χαρτονόμισμα των 25 Δραχμών

Κέρμα με χρονολογία κοπής 1901
Στα δημόσια και στα ιδιωτικά κτήρια κυματίζει η σημαία της Αυτονομίας, με λευκό σταυρό στη μέση και τα τρία τέταρτά της γαλάζια, που συμβολίζουν τον ελληνικό πληθυσμό του νησιού, ενώ ένα τέταρτο είναι κόκκινο συμβολίζοντας τη μουσουλμανική μειονότητα. Σ’ αυτό το κόκκινο τεταρτημόριο υπάρχει λευκό αστέρι με την πάνω αριστερά ακτίνα του μεγαλύτερη, που, σύμφωνα με εισήγηση του Ελ. Βενιζέλου στην Κρητική Βουλή και καθ’ υπόδειξη των Μεγάλων Δυνάμεων, συμβόλιζε το αστέρι της Βηθλεέμ.
Η σημαία της Κρητικής Πολιτείας















Συγκροτείται το Συμβούλιο του Ηγεμόνα και συνιστώνται πέντε Ανώτερες Διευθύνσεις, που αντιστοιχούν σε σημερινά υπουργεία. Η Ανωτέρα Διεύθυνσις Οικονομικών με Σύμβουλο-Υπουργό τον Κωνσταντίνο Φούμη, Συγκοινωνίας και Δημοσίας Ασφαλείας με Σύμβουλο τον Χουσεϊν Γενιτσαράκη, Εσωτερικών με Σύμβουλο τον Μανούσο Κούνδουρο, Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και Θρησκευμάτων με Σύμβουλο τον Νικόλαο Γιαμαλάκη και Δικαιοσύνης με Σύμβουλο τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Αυτή την εποχή, τα Χανιά είναι πνευματικό, διοικητικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο. Ο συνολικός πληθυσμός του νησιού είναι λίγο παραπάνω από 300.000 κατοίκους. «Πρωτεύουσα της επαρχίας, του δήμου και όλης της νήσου είναι η πόλις των Χανίων, έδρα του Ηγεμόνος, των ανωτέρων πολιτικών και στρατιωτικών αρχών της Νήσου, του Επισκόπου Κυδωνίας και Αποκορώνου, του Νομάρχου Χανίων και των Προξένων των Δυνάμεων, έχουσα 20.972 κατοίκους, εξ ων 11.219 Χριστιανοί, 9.112 Μωαμεθανοί και 641 Ισραηλίται…, αναφέρεται σε Γεωγραφία της εποχής. Αλλά, καθώς η μεσαιωνική πόλη ασφυκτιά μέσα στα τείχη, μια νέα πολιτεία αρχίζει να σχηματίζεται απ’ έξω, προκαλούνται ρήγματα στο φρούριο, εκτελούνται έργα ανασυγκρότησης και το αρχιτεκτονικό ρεύμα του νεοκλασικισμού έρχεται να προσθέσει τη σφραγίδα του στα Χανιά.
Χανιά, αρχές 20ου αιώνα
Το πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο είναι σε υψηλό σημείο, λειτουργούν νέα σχολεία, το ποσοστό αναλφαβητισμού μειώνεται, έχει συγκροτηθεί από το 1899 ο Φιλολογικός Σύλλογος «Ο Χρυσόστομος» (ο μοναδικός σήμερα επιζών από τους συλλόγους της εποχής αυτής), ενώ ιδρύονται όλο και περισσότερα πνευματικά, φιλανθρωπικά, αθλητικά και εργατικά σωματεία. Διοργανώνονται πλείστες μουσικοφιλολογικές εσπερίδες και συναυλίες, ενώ έρχονται πολυμελείς, καλά καταρτισμένοι, ξένοι και ελληνικοί θίασοι. Μαθητές ανεβάζουν θεατρικές παραστάσεις αξιώσεων, και μάλιστα στα αρχαία ελληνικά. Ο φωνογράφος και ο κινηματογράφος έρχονται στην πόλη. Κυκλοφορούν εφημερίδες και περιοδικά από την Ελλάδα και την Ευρώπη, αλλά και χανιώτικα έντυπα, με αξιοθαύμαστη ύλη. Το 1901, στα πρωτοπόρα Χανιά, γίνεται πρόταση χειραφέτησης της γυναίκας, στην Κρητική Βουλή, ενώ το 1902 η Αρτεμισία Λανδράκη, λογία και δραστηριοποιημένη, είναι η πρώτη γυναίκα που εκδίδει λογοτεχνικό περιοδικό, τον περίφημο Σπινθήρα.
"Σπινθήρ", το λογοτεχνικό περιοδικό που εκδίδεται από γυναίκα, την Αρτεμισία Λανδράκη
  Σταδιακά η διοίκηση του Αρμοστή, Πρίγκιπα Γεωργίου, αρχίζει να γίνεται αυταρχική, καταργείται η ελευθεροτυπία, γίνονται συλλήψεις και φυλακίσεις αντιπολιτευομένων και ο ίδιος ο Πρίγκιπας αποδεικνύεται αδιάλλακτος στις θέσεις του για το Κρητικό Ζήτημα και τη μετάβαση της Κρήτης από την Αυτονομία στην Ένωση, θέσεις που ήταν αντίθετες με αυτές του Βενιζέλου. Ο τελευταίος, μάλιστα, συνέταξε και δημοσίευσε πλείστα άρθρα στην εφημερίδα του, τον Κήρυκα, - μεταξύ αυτών και την περίφημη σειρά άρθρων με τίτλο «Γεννηθήτω Φως». Οι διαφωνίες για τη χάραξη της πολιτικής ήταν τόσο έντονες, ώστε η σύγκρουση των δύο ανδρών υπήρξε αναπόφευκτη, και είχε ως αποτέλεσμα, στις 18/2/1901, ο Ηγεμόνας, με οργισμένη ιδιόγραφη απόφαση, να απολύσει το Σύμβουλό του της Δικαιοσύνης.
εικόνα
Επαναστάτες στο Θέρισο, 1905
  Σχηματίζεται τότε μια ισχυρή αντιπολίτευση, καθώς η δυσφορία μεγαλώνει. Αρχίζει να προετοιμάζεται σιγά σιγά Κίνημα εναντίον του Αρμοστή, που δε λαμβάνει υπόψη του εμπιστευτική αναφορά προκρίτων από επαρχίες του νομού Χανίων, στην οποία στηλιτεύουν τα κακώς κείμενα και εκφράζουν τις ανησυχίες τους. Έτσι, επέρχεται η σύρραξη. Ο Βενιζέλος και η αντιπολίτευση καλούν το λαό να διακηρύξει τον πόθο του για την Ένωση και, στις 10 Μαρτίου 1905, ξεσπά το Κίνημα του Θερίσου, με πρωτεργάτες τους Ε. Βενιζέλο, Κ. Φούμη και Κ. Μάνο. 
.3. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο Θέρισο κατά την επανάσταση του 1905
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά την επανάσταση στο Θέρισο, 1905

Λαοψηφίσματα έρχονται από όλη την Κρήτη, το κίνημα γενικεύεται, στις προκηρύξεις του Αρμοστή χαρακτηρίζεται έκνομο, κανείς όμως δε «συνετίζεται», και έτσι εκδίδονται εντάλματα συλλήψεως των πρωτεργατών, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Εκδίδονται το Θέρισο και η Εφημερίς της Επαναστατικής Συνελεύσεως, γραμμάτια ενίσχυσης του αγώνα και γραμματόσημα για την κυκλοφορία της επαναστατικής αλληλογραφίας.

"Επίσημος Εφημερίς της Επαναστατικής Συνελεύσεως" Θέρισσος 24 Οκτωβρίου 1905. Αναφέρεται σε έγγραφο των αρχηγών της Επανάστασης - Βενιζέλος, Φούμης, Μάνος- προς τους Γενικούς Πρόξενους των τεσσάρων προστάτιδων δυνάμεων και την ανακοίνωση των δεύτερων προς τους επαναστάτες, σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις που είχαν υποσχεθεί και την αμνηστία.

εικόνα
Στιγμιότυπο από το μεγάλο συλλαλητήριο στα Χανιά (20 Απριλίου 1905)

Το Κίνημα λήγει το φθινόπωρο του 1905 και στις εκλογές της 7/5/1906 οι πρωτεργάτες του Θερίσου εκλέγονται βουλευτές – το κόμμα τους υπερίσχυσε στους νομούς Χανίων και Σφακίων, αλλά ηττήθηκε στην υπόλοιπη Κρήτη. Ο Πρίγκιπας Γεώργιος έφυγε το Σεπτέμβριο του 1906 και ως νέος Ύπατος Αρμοστής ανέλαβε ο Αλέξανδρος Ζαϊμης, στον οποίο η Β΄ Συντακτική Συνέλευση των Κρητών υπέβαλε το νέο Κρητικό Σύνταγμα, και ο κρατικός μηχανισμός άρχισε και πάλι να λειτουργεί υποδειγματικά, ενώ συγκροτήθηκε και η Κρητική Πολιτοφυλακή, ο πρώτος τακτικός στρατός του νησιού. Τον Ιούλιο του 1908 άρχισαν να αποσύρονται, και σε λιγότερο από ένα χρόνο είχαν φύγει τα διεθνή στρατεύματα ξηράς. Ως αντίκτυπος της προσάρτησης της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης από την Αυστρία και της ανακήρυξης της Βουλγαρίας σε βασίλειο, με προσάρτηση ταυτόχρονα και της Ανατολικής Ρωμυλίας, ήλθε στις 24/9/1908 – και ενώ ο Ζαϊμης βρισκόταν στην Αίγινα για διακοπές – η κήρυξη της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Η διακήρυξη δημοσιεύτηκε στην Επίσημον Εφημερίδα (που τιτλοφορήθηκε εφεξής Παράρτημα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος εν Κρήτη), η Βουλή επικύρωσε τα ψηφίσματα και εξέδωσε ανάλογο ψήφισμα, οι αξιωματούχοι ορκίστηκαν πίστη στο βασιλιά της Ελλάδας, καταργήθηκε το κρητικό Σύνταγμα και εφαρμόστηκε το ελληνικό. Στον Ζαϊμη έγινε σύσταση να μην επιστρέψει στην Κρήτη και σχηματίστηκε διακομματική κυβέρνηση από τους Ε. Βενιζέλο, Μ. Πετυχάκη, Εμμ. Λογιάδη, Χ. Πωλογεώργη και πρόεδρο τον Αντ. Μιχελιδάκη. Οι Κρήτες υπέστειλαν τη σημαία της Αυτονομίας και ύψωσαν, στο φρούριο Φιρκά, την ελληνική. 
Εικόνα
Δοξολογία στο φρούριο Φιρκά, λίγο πριν την ύψωση της ελληνικής σημαίας

 Εικόνα

Η τελευταία, παρά τις σχετικές εντολές των Ευρωπαίων προξένων, δεν υπεστάλη, με αποτέλεσμα να την κατεβάσουν βίαια, κόβοντας τον ιστό, ναύτες του ευρωπαϊκού στόλου. Η κυβέρνηση παραιτήθηκε και ορίστηκε τριμελής επιτροπή για την άσκηση της εξουσίας. Την επιτροπή διαδέχτηκε κυβέρνηση που προκήρυξε αμέσως εκλογές, στις οποίες (άνοιξη 1910) πλειοψήφησε το κόμμα του Ε. Βενιζέλου. Σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση, η οποία ανασχηματίσθηκε λίγο αργότερα, όταν ο Βενιζέλος κλήθηκε από το Στρατιωτικό Σύνδεσμο στην Αθήνα, οπότε και τέθηκε επικεφαλής των Φιλελευθέρων και ανέλαβε τις τύχες της Ελλάδας. Κατά τα επόμενα χρόνια η Κρήτη διοικήθηκε από τριμελείς επιτροπές, αλλά οι βουλευτές της, για διπλωματικούς λόγους, δε γίνονταν δεκτοί στο ελληνικό Κοινοβούλιο, ακόμη κι όταν πρωθυπουργός ήταν ο Ε. Βενιζέλος. Έτσι, το 1911 σημειώθηκε νέα επαναστατική κινητοποίηση και δημιουργήθηκε Επαναστατική Συνέλευση με ένοπλα τμήματα. Με την έκρηξη των Βαλκανικών πολέμων (1912), οι Κρήτες βουλευτές έγιναν δεκτοί στην ελληνική Βουλή με ενθουσιασμό, ενώ διορίστηκε Γενικός Διοικητής Κρήτης ο Στέφανος Δραγούμης. Το Κρητικό Ζήτημα έληξε με την ευτυχή κατάληξη των Βαλκανικών πολέμων. Με το άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου (30/5/1913), ο σουλτάνος παραιτήθηκε από τα δικαιώματά του στην Κρήτη, παραχωρώντας τα στις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ με ιδιαίτερη συνθήκη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (1/11/1913) παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα επικυριαρχίας στο νησί.
Στιγμιότυπο από την τελετή της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, 1η Δεκεμβρίου 1913. Διακρίνονται ο Γεώργιος και ο Ελευθέριος Βενιζέλος
Την 1η Δεκεμβρίου 1913, παρουσία του τότε βασιλιά της Ελλάδας Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ε. Βενιζέλου, επισημοποιήθηκε και η τυπική πλέον Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, με την έπαρση της ελληνικής σημαίας στο φρούριο Φιρκά, μπροστά στα δακρυσμένα μάτια των πολύπαθων Κρητικών, που έβλεπαν επιτέλους το αιματοποτισμένο όνειρο αιώνων να πραγματοποιείται, γράφοντας και το τέλος τόσων αγώνων για τη λευτεριά τους και για το δικαίωμα να λέγονται Έλληνες.
Στιγμιότυπο από τους πανηγυρισμούς για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
 ***Αν επιθυμείτε να διαβάσετε το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας, μπορείτε να μεταβείτε στο σύνδεσμο:http://el.wikisource.org/wiki/%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%BF:%CE%A3%CF%8D%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%B3%CE%BC%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%9A%CF%81%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82_%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B5%CE%AF%CE%B1%CF%82_1907.djvu

Πηγές: Ιστορικό Αρχείο Κρήτης
              Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος»
            

Τα ιστορικά μοναστήρια της Κρήτης

Η ιστορική Μονή Αρκαδίου


Ένα εξαιρετικό αφιέρωμα για τα ιστορικά μοναστήρια της Κρήτης αναρτήθηκε στον επίσης εξαιρετικό ιστότοπο "Σελίδες Ιστορίας και Επιστήμης" - history-pages.blogspot.gr - από τον κ. Τ. Πάσχο, ο οποίος παρουσιάζει με απλό και εύληπτο τρόπο άρθρα και μελέτες με ιστορικό και επιστημονικό περιεχόμενο που σχετίζονται με τον Ελληνισμό και τον ευρύτερο Χριστιανισμό κι όχι μόνο.
Το αφιέρωμα αποτελείται από ένα εισαγωγικό σημείωμα και από την παρουσίαση όλων των σημαντικών μοναστηριών του νησιού μας, ενώ οι φωτογραφίες που συνοδεύουν την παρουσίαση είναι πραγματικά εντυπωσιακές. 
Ο σύνδεσμος για να μεταβείτε απευθείας στη σελίδα είναι ο παρακάτω:
Μπορείτε επίσης να μεταβείτε στο ιστολόγιο επιλέγοντάς το από τη Λεξιφιλία και συγκεκριμένα από το λίνκ: Η λίστα ιστολογίων μου. 
Οφείλω, τέλος, να επισημάνω ότι ο κ. Πάσχος είναι φίλος του νησιού μας και γι' αυτό το λόγο αρκετά συχνά αναρτά θέματα που αφορούν την Κρήτη και τον ευχαριστούμε δημοσίως για αυτό.

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Σύντομα Διηγήματα: Το σύννεφο και ο αμμόλοφος – Paulo Coelho

                      



Ο διάσημος συγγραφέας Paulo Coelho (Κοέλιο) γράφει μια όμορφη ιστορία αγάπης, με τίτλο "Το σύννεφο και ο αμμόλοφος". Ένα τρυφερό κείμενο για την αγάπη και τη δύναμη που έχει να αλλάξει τη ζωή μας σε μερικές μόνο στιγμές…

 

Το σύννεφο και ο αμμόλοφος – Paulo Coelho

Ένα νεαρό σύννεφο γεννήθηκε στο μέσο μιας μεγάλης καταιγίδας στη Μεσόγειο. Αλλά δεν πρόλαβε να μεγαλώσει εκεί, ένας δυνατός άνεμος έσπρωξε όλα τα σύννεφα προς την Ανατολή.
Μόλις έφτασαν στην ήπειρο, το κλίμα άλλαξε. Στον ουρανό έλαμπε ένας γενναιόδωρος ήλιος και από κάτω τους εκτεινόταν η χρυσαφένια άμμος της ερήμου Σαχάρα. Ο άνεμος συνέχισε να τα σπρώχνει προς τα δάση του Νότου, καθώς στην έρημο δε βρέχει σχεδόν ποτέ.
Ωστόσο, τα νεαρά σύννεφα είναι σαν τους νεαρούς ανθρώπους. Το σύννεφό μας λοιπόν αποφάσισε ν' απομακρυνθεί από τους γονείς του και τους μεγαλύτερους φίλους του για να γνωρίσει τον κόσμο.
- Τι κάνεις εκεί; Φώναξε ο άνεμος. Η έρημος είναι όλη ίδια! Γύρνα στο σμήνος και θα πάμε στο κέντρο της Αφρικής, όπου υπάρχουν εκθαμβωτικά βουνά και δέντρα!
Αλλά το νεαρό σύννεφο, ανυπότακτο από τη φύση του, δεν υπάκουσε. Χαμήλωσε σιγά-σιγά, έως ότου κατάφερε να αιωρηθεί σε μια γενναιόδωρη και γλυκιά αύρα και να πλησιάσει τη χρυσαφένια άμμο. Αφού τριγύρισε αρκετά, πρόσεξε ότι ένας από τους αμμόλοφους του χαμογελούσε. Είδε ότι κι εκείνος ήταν νέος, πρόσφατα σχηματισμένος από τον άνεμο που μόλις είχε περάσει. Την ίδια στιγμή ερωτεύτηκε τη χρυσή του κόμη.
- Καλημέρα, είπε. Πώς είναι η ζωή εκεί κάτω;
- Έχω τη συντροφιά των άλλων αμμόλοφων, του ήλιου, του ανέμου και των καραβανιών που περνούν από δω πότε-πότε. Μερικές φορές κάνει πολλή ζέστη, όμως είναι υποφερτή. Και πώς είναι η ζωή εκεί πάνω;
- Κι εδώ υπάρχει άνεμος και ήλιος, αλλά το πλεονέκτημα είναι ότι μπορώ και τριγυρνάω στον ουρανό και να μαθαίνω πολλά πράγματα.
- Για μένα η ζωή είναι σύντομη, είπε ο αμμόλοφος. Όταν ο άνεμος επιστρέψει από τα δάση, θα εξαφανιστώ.
- Και αυτό σου προκαλεί θλίψη;
- Μου δίνει την εντύπωση ότι δε χρησιμεύω σε τίποτα.
- Κι εγώ αισθάνομαι το ίδιο. Μόλις περάσει ο επόμενος άνεμος, θα πάω στο Νότο και θα μεταμορφωθώ σε βροχή. Αυτή είναι η μοίρα μου ωστόσο.
Ο αμμόλοφος δίστασε, αλλά τελικά είπε:
- Ξέρεις ότι εμείς εδώ στην έρημο τη βροχή την λέμε «παράδεισο»;
- Δεν ήξερα ότι μπορούσα να μεταμορφωθώ σε κάτι τόσο σημαντικό, είπε το σύννεφο γεμάτο περηφάνια.
- Έχω ακούσει πολλούς μύθους από γέρικους αμμόλοφους. Λένε ότι μετά τη βροχή καλυπτόμαστε από χλόη και λουλούδια. Εγώ όμως ποτέ δε θα μάθω τι είναι αυτό, γιατί στην έρημο βρέχει πολύ σπάνια.
Ήταν η σειρά του σύννεφου να διστάσει. Αμέσως μετά όμως του χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο.
- Αν θέλεις, μπορώ να ρίξω πάνω σου βροχή. Αν και μόλις έφτασα, σ' έχω ερωτευθεί και θα ήθελα να μείνω εδώ για πάντα.
- Όταν σε είδα για πρώτη φορά στον ουρανό κι εγώ σε αγάπησα, είπε ο αμμόλοφος. Αν όμως μεταμορφώσεις την ωραία λευκή κόμμη σου σε βροχή, θα πεθάνεις.
- Η Αγάπη δεν πεθαίνει ποτέ, είπε το σύννεφο. Μεταμορφώνεται. Κι εγώ θέλω να σου δείξω τον παράδεισο.
Άρχισε λοιπόν να χαϊδεύει τον αμμόλοφο με μικρές σταγόνες και παρέμειναν μαζί μέχρι που εμφανίστηκε το ουράνιο τόξο. Την επόμενη μέρα ο μικρός αμμόλοφος ήταν καλυμμένος με λουλούδια. Κάποια σύννεφα που περνούσαν με προορισμό την Αφρική νόμισαν ότι εκεί ήταν ένα κομμάτι του δάσους που έψαχναν κι έριξαν κι άλλη βροχή. Λίγα χρόνια μετά, ο αμμόλοφος είχε μεταμορφωθεί σε όαση, η οποία δρόσιζε τους ταξιδιώτες με τη σκιά των δέντρων της. 
Και όλα αυτά επειδή κάποια μέρα ένα ερωτευμένο σύννεφο δε φοβήθηκε να δώσει τη ζωή του για την αγάπη.

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Σύντομα Διηγήματα: "Μια μέρα θα γυρίσει" της Έλλης Αλεξίου

Γουναρόπουλος Γιώργος 1889 - 1977

Έλλη Αλεξίου
Μια μέρα θα γυρίσει

Ο συνάδελφός μου στο Γυμνάσιο περνάει τη θλίψη του κοντά στα ανελέητα παιδιά. Τα λένε λουλούδια. Γίνεται λόγος για την άνθηση της νεότητος. Ομως είναι μια άνθηση σκληρή, που τρέφεται μόνο με το γέλιο και με τη χαρά. Τη γεύεται όπου τη βρίσκει, την τρυγά απ' όπου να 'ναι και μ' όποιον τρόπο να 'ναι. Καταπιέζομε μεις οι καθηγητές τη χαρά τους. Πνίγομε το γέλιο τους. Ενώ αυτά παλεύουν και αντιμάχονται. Και στο πάλεμα νικάει ο δυνατός. Στο Γυμνάσιό μας νικήθηκε αυτός ο συνάδελφος από τα παιδιά. Αρχισε να παίζει το ρόλο της «Ψυχαγωγίας». Ετσι λένε οι μαθηταί στο μάθημά του: «Τώρα έχομε ψυχαγωγία». Σ' όλα τα Γυμνάσια το ίδιο γίνεται. Ενας απ' όλους βρίσκεται πάντα που «αίρει τας αμαρτίας» των άλλων. Είτε επειδή είναι αλλήθωρος, είτε επειδή είναι τσεβδός... Είτε επειδή τον συνοδεύουν οι αναπηρίες των γηρατειών. Είτε επειδή δυστύχησε. Η δυστυχία δεν είναι φτιαγμένη για το επάγγελμα του δασκάλου. Το λέει ο ίδιος ο συνάδελφος:
«Αλλόκοτο είναι το επάγγελμά μας. Μου κάνει κακό και μόνο ν' ανοίγω το στόμα μου, κι είμαι υποχρεωμένος να μιλώ διαρκώς. Μου κάνει κόπο να βλέπω ανθρώπους, κι είμαι υποχρεωμένος να ζω ανάμεσα σε ανθρώπινα κεφάλια. Μόνο οι ευτυχισμένοι έπρεπε να γίνονται δάσκαλοι. Να ταξιδεύουν μαζί με τα παιδιά με απλωμένα τα πανιά στη φρενίτιδα της χαράς. Χθες με παρακαλούσαν να τα πάω εκδρομή. Ολες, μου λέγαν, οι τάξεις πηγαίνουν με τους ελληνιστές τους. Εσείς δε θα μας πάτε; Ας ζούσα μέσα σ' ένα ακατοίκητο δάσος. Ας είχα για επάγγελμά μου να σκάβω τη γη, ή να κάνω επιτέλους λογαριασμούς... Τα παιδιά θα με λένε σίγουρα χαζό... δεν ξέρω, μα έτσι θα 'πρεπε να με λένε...».
Πράγματι έτσι τον λένε και το αποδείχνουν με επιχειρήματα. «Γράφομε μπροστά στα μάτια του τα μαθηματικά μας, καρφί δεν του καίγεται...».
«Τρώμε μπροστά του, κοιμούμαστε, να, έτσι, απλωτοί στο θρανίο, δε μας μιλά, μας κοιτάζει σα χαζός...».
«Ενώ έχομε ιστορία, αρχίζει να μας κάνει λατινικά. Και άλλοτε αφήνει τα λατινικά στη μέση, και πιάνει την ιστορία, και το λέει κι ο ίδιος: "Συγνώμη παιδιά, το μυαλό μου πήρε άλλο δρόμο..."».
«Λέει ό,τι του κατεβεί. Προχθές γράφαμε έκθεση. Κείνος καθότανε στην έδρα. Και κει άρχισε να μονολογά: "Μπορείς να κάμεις δέκα παιδιά; δεκαπέντε; είκοσι; όπως στα παλιά χρόνια οι πατριαρχικές οικογένειες;"».
«Συχνά αφήνει όρθιο μπροστά στον πίνακα το μαθητή που εξετάζει, κι αυτός βγάζει το σημειωματάριό του και γράφει. Γράφει, γράφει, συλλογιέται, διαβάζει, ξαναγράφει... ωσότου χτυπάει το κουδούνι και βγαίνει από την τάξη, χωρίς να πει κουβέντα για το μαθητή, και δίχως να μας βάλει μάθημα παρακάτω...».
Είναι αλήθεια πως το σημειωματάριό του είναι γεμάτο ποιήματα. Απλοϊκά είναι. «Δεν ξέρω από ποίηση», λέει ο ίδιος, «μα, να, έτσι ξεσπάω... ολόκληρη νύχτα πώς να περάσει...». Κι όλα μιλούνε για ένα παιδί που το λένε Τάκη. Διηγούνται τις χάρες του. Τις όμορφιές του. `Η περιγράφουν το σπίτι που απόμεινε σκοτεινό. `Η μιλούν για τα μισοτελειωμένα του τετράδια και το ανοιχτό βιβλίο...
Πού πήγες και μας άφησες στο ρημαγμένο σπίτι;
Η μάνα σου σ' αποζητά σ' αναζητά ο πατέρας,
Σε περιμένουν τα χαρτιά και τ' ανοιχτό βιβλίο,
Τάκη μας, πες πού βρίσκεσαι για να 'ρθουμε κοντά σου,
Δε θέμε να πιστέψουμε πως έφυγες για πάντα
Και θα σε περιμένουμε, να 'ρθείτε με τον Πέτρο,
Ενας τον άλλον πιάσετε σφιχτά χέρι με χέρι,
Θέτε να 'ρθείτε Κυριακή: Καθημερινή; για σκόλη;
Ξημέρωμα; Μεσάνυχτα; Οποτε βουληθείτε...
Τις πόρτες θα 'βρετ' ανοιχτές και τους γονιούς στο πόδι
Κρεβάτι δε γευτήκαμε κι ύπνος δε μας επήρε
Από την ώρα, Τάκη μου, που σβήστηκ' η λαλιά σου...
«Τάκη λέγανε το παιδί σας που εκτέλεσαν οι Γερμανοί;».
«Οχι, κείνο το λέγανε Πέτρο... Κείνος ήταν ο μεγάλος μου γιος. Ητανε δεκαεννιά χρονώ... Ο Τάκης είναι το μικρό. Εμείς, εγώ κι η μάνα του, τον Πέτρο δεν τον κλάψαμε. Δεν τον είδαμε σκοτωμένο. Τ' όνομά του δε γράφτηκε πουθενά. Ούτε οι εφημερίδες ανάφεραν τίποτε. Ούτε κι οι Γερμανοί που πήγαμε και ξαναπήγαμε να μάθουμε οριστικά πράγματα θελήσανε να μας πληροφορήσουν. Κείνο που ξέρομε σίγουρα είναι πως τον πήραν από το Χαϊδάρι, μαζί με άλλους, στις οχτώ του Μάη του 1944, και πως ο Πέτρος φεύγοντας είπε σε κάποιον συγκρατούμενο: "Πάμε μεις". Μα για πού τους πήγαιναν δεν του είπε. Ούτε κι άφησε σημείωμα, όπως κάνανε πολλοί. Και λέμε με τη μάνα του, πως τους πήραν εργάτες στη Γερμανία... και πως ζει... και πως μια μέρα ο Πέτρος μου θα γυρίσει... Ετσι το λέμε με τη μάνα του...».
Σταματά λίγο ο συνάδελφος, παίρνει μαντίλι και φτιάχνει, σκουπίζει την αλλοιωμένη του όψη και συνεχίζει:
«Εμείς κλαίμε μόνο τον Τάκη. Είχε τόσο τρυφερή καρδιά. Ολόκληρο χρόνο με την πείνα, μέσα στη σκόνη, στη ζέστη... Υστερα άμα πιάσανε τα κρύα, με τις βροχές, με τα χιόνια, πηγαινοερχότανε με τα πόδια στο Χαϊδάρι για τον Πέτρο. Οικονομούσε δυο τσιγάρα; του τα πήγαινε. Ενα πορτοκάλι; κινούσε δυο ώρες δρόμο με τα πόδια για να του το πάει. Ενα γραμματάκι ή τα ρουχαλάκια του. Του 'λεγε καμιά φορά η μάνα του: "Κάτσε σήμερα κι αύριο πάλι πας...".
»"Οχι, γιατί θα μείνει παραπονεμένος..."
»Την ημέρα που γύρισε με τον μπόγο τα ρούχα - όπως του τα 'χε δώσει η μάνα του τα 'φερε πίσω - "Δεν τα δεχτήκανε", μας είπε, κι έτρεμε το κατωσάγονό του, "γιατί τον Πέτρο", λέει, "τον πήρανε χθες από το Χαϊδάρι...".
»Αυτά τα λόγια είπε μόνο. Μα τα 'λεγε τραυλιστά. Τα μάτια του όμως ήταν στεγνά αν και κατακόκκινα. Σ' όλο, λέει, το δρόμο, έτσι μας είπαν, έκλαιγε φωναχτά. Εκλαιγε κι ερχότανε. Μόνο σαν κοντοζύγωσε στο σπίτι, κοίταξε να μεταμορφιστεί. Για μας... Πιάσαμε ευτύς τους δρόμους κι οι τρεις και ρωτούσαμε να μάθουμε. Πήγαμε σε αστυνομίες, παντού, τίποτα. Νύχτωσε. Η κυκλοφορία ήταν περιορισμένη. Κλειστήκαμε στο σπίτι, χωρίς να ξέρουμε τίποτα για το παιδί... Ούτε πού τον πήγαν, ούτε τι τον κάνανε... Πρωί πρωί την άλλη μέρα σηκώθηκε ο Τάκης πρώτος.
»"Θα ξαναπάω στο Χαϊδάρι", μου λέει ο Τάκης μου, "να μάθω...". Γιατί δεν τον εμπόδισα; Γιατί τον άφησα;
»"Τι πια θα μάθεις από κει;".
»Εγώ θα πάω, κι ας έχει φύγει... Θυμάσαι, πατέρα, που λέγαμε πότε να τόνε βγάλουν... και λυπόσουν για μένα, για τον κόπο μου; Μακάρι, πατέρα, να τον ξέραμε τώρα κλεισμένο κει μέσα, και σ' όλη μου τη ζωή να πηγαινοέρχομαι με τα πόδια στο Χαϊδάρι...».
»Του φώναξε η μητέρα του να του δώσει ένα κομμάτι ψωμί που έφευγε νηστικό.
»"Δε θέλω, δε θέλω, δεν πεινώ...".
»Αυτά ακούσαμε τελευταία από το στόμα του. Μάθαμε πως πήγε πραγματικά στο Χαϊδάρι, και πως κλαίοντας ρωτούσε να μάθει για τον Πέτρο. Τι έμαθε; Τι του είπαν; Δεν το ξέρομε...».
Κείνο το απόγευμα, που ο Τάκης, γυρνώντας απ' το Χαϊδάρι, χτυπήθηκε από γερμανικό αυτοκίνητο και μεταφέρθηκε νεκρός πια στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, τα Γυμνάσια λειτουργούσαν. Οι καθηγητές ένας ένας βγαίνανε στο διάλειμμα. Οι άντρες, όπως πάντα, βιάζονταν να καπνίσουν, κι οι γυναίκες ανάπνεαν βαθιά και σιωπούσαν, καταπονημένες από το μόχθο της διδασκαλίας. Κι εκεί ήρθε το μήνυμα για το συνάδελφό μας: «Το παιδί του βρίσκεται χτυπημένο στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, οδός Γ΄ Σεπτεμβρίου... και να πάει» - σε μας είπαν με τρόπο πως το παιδί είναι κιόλας νεκρό - «μα πρώτα να περάσει από το σπίτι του, να πάρει και τη γυναίκα του...».
Ο συνάδελφος δεν είχε βγει ακόμα από την τάξη. Περιμέναμε βουβοί, κρατώντας την αναπνοή μας, κείνο το άνοιγμα της πόρτας του. Βγήκε. Κανείς δεν του μίλησε. Μόνο τον κοιτάζαμε. Αναψε τσιγάρο κι άρχισε να περπατά πάνω-κάτω βυθισμένος. Περιμέναμε. Αφήσαμε να τελειώσει το τσιγάρο του. Εξαντλήσαμε όλο το διάλειμμα. Μα άμα χτύπησε το κουδούνι, για είσοδο, δε σήκωνε πια αναβολή. Μια τρυφερή καθηγήτρια πήρε το κουράγιο, στάθηκε κοντά του, τον αγκάλιασε στοργικά και: «...Σας θένε στο σπίτι σας... είναι μεγάλη ανάγκη, να πάτε το γρηγορότερο στο σπίτι σας...». Δεν του ανάφερε καθόλου για το παιδί και για Πρώτων Βοηθειών...
«Πέστε μου», είπε φεύγοντας, βλέποντας τη βουβαμάρα, την ταραχή μας, «μήπως ήρθε είδηση πως εκτελέστηκε ο Πέτρος;».
Δεν αποκλείεται, του λέμε, καθώς μιλάει για τον Τάκη, να τον έχουν πράγματι τον Πέτρο στείλει στη Γερμανία... Κείνον τον καιρό είχαν κάμει πολλές αποστολές εργατών...
«Οχι, όχι το παιδί είναι εκτελεσμένο... Μα η καρδιά η δική μας... δεν αντέχει να κλαίει δυο παιδιά... Κλαίμε με πόνο τον Τάκη μας... είχε τόσο τρυφερή καρδιά... σάστισε το παιδί... ζαλίστηκε κι έπεσε πάνω στ' αυτοκίνητο... μόνο τον Τάκη κλαίμε... και λέμε με τη μάνα του πως ο Πέτρος ζει και πως μια μέρα θα γυρίσει...».

Πηγή:  www.mikrosapoplous.gr

Μια λιβελούλα θα μας δείξει το δρόμο...

http://www.ispot.org.uk/sites/default/files/images/15555/b07b0a2cade69daaeb6a6c9ce2113600.jpg
Μπλε Λιβελούλα, Επισκοπή Ηρακλείου
 Μια μπλε Λιβελούλα όπως εντοπίστηκε από το φωτογραφικό φακό στην περιοχή της Επισκοπής Ηρακλείου στις 27 του περασμένου Ιουλίου και αναρτήθηκε σήμερα 18 Οκτωβρίου στον  πολύ ενδιαφέροντα  ιστότοπο www.ispot.org.uk. 
 Η φωτογραφία αυτή μου θύμισε μία άλλη που βραβεύτηκε ως η καλύτερη φωτογραφία του 2011, σύμφωνα με το περιοδικό National Geographic και απεικονίζει μία λιβελούλα κατά τη διάρκεια μιας ξαφνικής καταιγίδας καθώς προσπαθεί να μην παρασυρθεί από τη βροχή κρατώντας την άκρη ενός κλαδιού. Είναι του Ινδονήσιου φωτογράφου Shikhei Goh.

Η καλύτερη φωτογραφία του 2011, σύμφωνα με το National Geographic
 Οι κριτές επιδοκίμασαν την τεχνική αρτιότητα, τη σύνθεση αλλά και τη δυναμική ταύτισης που προκαλεί στον θεατή η εικόνα του εντόμου, καθώς προσπαθεί να προστατευτεί από την καταιγίδα, καταδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο το κοινό νήμα που συνδέει τον άνθρωπο με τη φύση.
Στο διαγωνισμό φωτογραφίας του National Geographic ήταν υποψήφιες για βράβευση περισσότερες από 20.000 εικόνες επαγγελματιών και ερασιτεχνών φωτογράφων από περίπου 130 χώρες. Οι συμμετοχές αφορούσαν τις θεματικές ενότητες "φύση", "άνθρωποι" και "τόποι".
 Και κοιτώντας τις φωτογραφίες θυμήθηκα και τους στίχους ενός τραγουδιού που φέρει τον τίτλο Λιβελούλα. Οι στίχοι είναι του Νίκου Μπάκα, η πρώτη εκτέλεση είναι του Ορφέα Περίδη, ενώ η μουσική ανήκει και στους δύο δημιουργούς.
 
Λιβε- λιβελούλα, τρέξε μια στιγμούλα
τρέξε μια στιγμούλα λίγο να σε δω
διάδρομο δε βρίσκω, ψάχνω μα δε βρίσκω
ψάχνω μα δε βρίσκω ν' απογειωθώ.

Βράδυ και αυγή μου, δε μου πάει η ψυχή μου
να σε παγιδεύω,
το μυαλό μου θόλωσ' είμαι άδειος όλος
και σου το χορεύω.

Αθω- αθωώνω τον γλυκό μου πόνο
το γλυκό μου πόνο, μόνο όταν σε δω,
σβήνεται το φως μου γύρω μου κι εντός μου
γύρω μου κι εντός μου, δες με, θα χαθώ.

Βράδυ και αυγή μου, δε μου πάει η ψυχή μου
να σε παγιδεύω,
το μυαλό μου θόλωσ' είμαι άδειος όλος
και σου το χορεύω.

Ακούστε το τραγούδι στο σύνδεσμο που ακολουθεί:
http://www.youtube.com/watch?v=fAdgPURrXTA

Οι λιβελούλες ζουν σε υδροβιότοπους, πηγές και γενικά όπου υπάρχει νερό. Το όνομά τους προέρχεται από την λατινική λέξη libella που σημαίνει υδρόμετρο ή υδροστάτης και συσχετίζεται με το μέρος που ζουν.
  Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται για τη βιολογική καταπολέμηση των κουνουπιών, διότι τρέφονται με τα αυγά και τις προνύμφες τους. 

Για ορισμένες φυλές ιθαγενών της Αμερικής η λιβελούλα αντιπροσωπεύει τη γρηγοράδα και την ενεργητικότητα. Για τους Ινδιάνους Νάβαχο συμβολίζει το καθαρό νερό, ενώ για τους Σαμάνους τον ανεμοστρόβιλο. Στην Ιαπωνία είναι σύμβολο εσωτερικής δύναμης, κουράγιου και ευτυχίας και εμφανίζεται συχνά στα γράμματα και τις τέχνες και ιδίως στην ποίηση.
Παρουσιάζεται σε τοιχογραφίες και κοσμήματα τόσο στη μινωική Κρήτη όσο και στη Θήρα, χωρίς ωστόσο να είμαστε βέβαιοι για τη σημασία τους σε αυτές τις αναπαραστάσεις.
Η χάλκινη λιβελούλα που βρέθηκε στο Μόχλος το καλοκαίρι του 2005
 Για περισσότερα σχετικά με την παρουσία της λιβελούλας στη μινωική Κρήτη, μπορείτε να δείτε στον παρακάτω σύνδεσμο: http://zervonikolakis.lastros.net/livelula.html
Ο μύθος λέει ότι οι νεράιδες, όταν είδαν ότι δεν μπορούν πλέον να συνυπάρξουν με τους ανθρώπους, μεταμορφώθηκαν σε λιβελούλες, ώστε να κρατήσουν τα φτερά τους και συνάμα να μένουν κοντά στους ανθρώπους και να τις αναγνωρίζουν μόνο όσοι είναι άξιοι.
Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που μπορούν να ζουν μέσα και έξω από το νερό και να κινούν τα φτερά τους με ιδιόμορφο τρόπο όπως κανένα άλλο έντομο.
Υπάρχουν είδη που μπορούν να βλέπουν μέχρι 150 εικόνες ανά δευτερόλεπτο, να κινούν τις πτέρυγες άνω και κάτω μέχρι 30 φορές ανά δευτερόλεπτο, και να επιταχύνουν μέχρι την ταχύτητα των 50 χιλιόμετρων την ώρα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Οι πρόγονοί τους ζούσαν ήδη πριν από 320 εκατομμύρια χρόνια! 
Τώρα θα αναρωτιέστε γιατί τόση φασαρία για τις λιβελούλες. Μα γιατί, αν αυτές είναι για τους Μινωίτες σύμβολο αναγέννησης - σχετιζόμενες με την αναγέννηση της φύσης την άνοιξη-, αν για τους Ιάπωνες είναι σύμβολο εσωτερικής δύναμης, κουράγιου και ευτυχίας, τότε για εμάς, τους σύγχρονους Έλληνες πρέπει να γίνουν οδηγοί στους δύσκολους καιρούς που ζούμε. Να μας δείξουν το δρόμο που οδηγεί στην εσωτερική αναγέννηση, στην ευτυχία και να μας δώσουν τα φτερά τους για να πετάξουμε και εμείς, κόντρα σε κάθε καταιγίδα. Και ποιος ξέρει...ίσως να κερδίσουμε και εμείς το πρώτο βραβείο, όπως η πανέμορφη λιβελούλα του Shikhei Goh.

Παίζοντας με την Ιλιάδα!!!

File:Akhilleus Patroklos Antikensammlung Berlin F2278.jpg
Ο Αχιλλέας φροντίζει το τραύμα του Πάτροκλου, Αττικό ερυθρόμορφο αγγείο του 5ου αι. π.Χ.
 
Συνεχίζοντας την παρουσίαση των εκπαιδευτικών ηλεκτρονικών παιχνιδιών, σας παρουσιάζω την ενότητα: "Παίζοντας με την Ιλιάδα". Προηγήθηκε η σχετική ενότητα για την Οδύσσεια με τον τίτλο: "Παίζοντας με την Οδύσσεια"
Να θυμάστε: ο σκοπός της χρήσης του παιχνιδιού δεν είναι μόνο ψυχαγωγικός. Είναι και μορφωτικός, αφού πλέον η σύγχρονη παιδαγωγική υποστηρίζει ότι: "Εφαρμογές της Πληροφορικής σε μορφή εκπαιδευτικών λογισμικών και παιχνιδιών δημιουργούν νέες μορφές μάθησης, παρέχοντας γνωστικά εργαλεία και στρατηγικές, η χρήση των οποίων έχει μετατρέψει το μαθητή σε ενεργό υποκείμενο μάθησης και τη γνώση σε δημιουργική διαδικασία".
Ο εξαιρετικός σύνδεσμος βρίσκεται στον επίσης εξαιρετικό ιστότοπο του Ελληνικού Πολιτισμού και είναι ο εξής:
http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/OMHROS-ILIADA/paixnidia-Iliada.htm

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Ο χρυσός αιώνας της κρητικής λογοτεχνίας

Αρχείο:Erotokritos and Arethousa.jpg
Ερωτόκριτος και Αρετούσα, πίνακας του Θεόφιλου
Ο χρυσός αιώνας της κρητικής λογοτεχνίας αρχίζει με το τέλος του 16ου αιώνα και φθάνει μέχρι την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669. Τον εγκαινιάζει το ποιμενικό ποίημα «Η Βοσκοπούλα».

Η Βοσκοπούλα είναι έργο αγνώστου, γράφτηκε γύρω στα 1590, μα πρωτοτυπώθηκε το 1627.
Εξώφυλλο της έκδοσης της Βοσκοπούλας το 1627
Αποτελείται από 476 ενδεκασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους χωρισμένους σε 119 τετράστιχες στροφές. Το έργο αφηγείται την τυχαία συνάντηση και τον κεραυνοβόλο έρωτα ενός βοσκού και μιας πολύ όμορφης βοσκοπούλας. Πραγματικό στολίδι της λαϊκής μας ποίησης μεταφράστηκε το 17ο αιώνα στα λατινικά από το Γάλλο Pierre-Daniel Huet.
Ο βοσκός συναντά σε ένα ερημικό λαγκάδι μια βοσκοπούλα και πέφτει λιπόθυμος από την ομορφιά της. Εκείνη ανταποκρίνεται στο αίσθημά του και τον φιλοξενεί στο σπήλαιό της, όπου περνούν ημέρες γεμάτες ευτυχία. Η επιστροφή του πατέρα της βοσκοπούλας τους αναγκάζει να χωρίσουν. Ο βοσκός της υπόσχεται τότε ότι θα γυρίσει σε ένα μήνα. Αρρωσταίνει όμως και δεν κρατεί την υπόσχεσή του. Γυρίζει τον τρίτο μήνα και βρίσκει τον πατέρα της νέας να πενθεί το χαμό της κόρης του, που πίστεψε πως ο καλός της την εγκατέλειψε και πέθανε από τον καημό της. Παίρνει τα βουνά και κλαίει τη συμφορά του.
Το έργο, γραμμένο στη κρητική διάλεκτο, αγαπήθηκε πολύ και κυκλοφορούσε σε πολλές χειρόγραφες και έντυπες εκδόσεις, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
"Σ’ ενός βουνού κορφή , σ’ ενα χαράκι
ξανοίγω και θωρώ ένα γεροντάκι,
κι έβλεπε κάποια πρόβατα ο καημένος,
αδύναμος και μαυροφορεμένος…
…Δι’αυτήνη που ρωτάς,ήταν παιδί μου,
θάρρος μου του φτωχού,και απαντοχή μου…
…Τα νιάμερα της ήταν οψές,γυιέ μου
Την ώρα που ξεψύχα εμίλησέ μου"

(Iωάννα Μπισκιτζή, Λέκτορας κλασικής φιλολογίας)

Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο επίτευγμα της κρητικής λογοτεχνικής παραγωγής είναι το θέατρο. Εισηγητής του θεωρείται ο Γεώργιος Χορτάτσης, μια μεγάλη ποιητική φυσιογνωμία. Οι ρίζες του κρητικού θεάτρου βρίσκονται στην ιταλική τραγωδία της Αναγέννησης, αλλά και στην ιταλική «commedia erudita».
Με τον όρο commedia erudita ή λόγια λατινική κωμωδία εννοείται η ερασιτεχνική, λόγια κωμωδία σε πέντε πράξεις, που ακολουθεί το κλασικό πρότυπο της πρότασης, της επίτασης και της καταστροφής ή λύσης. Ο αριθμός των χαρακτήρων και συνεπώς των ηθοποιών της commedia erudita είναι συνήθως μικρός, ενώ τα δρώμενα ακολουθούν μια συγκεκριμένη χωροχρονική ενότητα (μία ημέρα). Γι’ αυτό και όλα τα είδη του δράματος που παίζονταν τότε στην Ιταλία (τραγωδία, κωμωδία, ποιμενικό και θρησκευτικό δράμα) παρουσιάστηκαν και στην Κρήτη. Οι κυριότερες προϋποθέσεις που ευνόησαν την άνθιση της κρητικής λογοτεχνίας ήταν οι εξής:
Το προϋπάρχον καλλιεργημένο ποιητικό έδαφος στην Κρήτη.
Η δημιουργική αφομοίωση των ξένων επιρροών (Η Κρήτη διατηρούσε στενή επαφή με τη Δύση).
Η εμφάνιση καινούριων στοιχείων, όπως είναι η εξιδανίκευση της γυναίκας, η προβολή του έρωτα στην κοινωνική ζωή, το ιπποτικό πνεύμα κ.α.
Η ανώτερη παιδεία της Κρήτης.
Κατά κανόνα, τα έργα της ακμής της κρητικής λογοτεχνίας βασίζονται σε κάποιο δυτικό πρότυπο, το οποίο όμως ξεπερνούν σε ποιότητα, καθώς οι ποιητές εμπλουτίζουν τα έργα τους με ανθρωπιστικά στοιχεία, που υπάρχουν άφθονα στον ελληνικό πολιτισμό. `Αλλο χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας της περιόδου αποτελεί η χρησιμοποίηση της κρητικής διαλέκτου της εποχής.

"Η τραγωδία Βασιλεύς ο Ροδολίνος είναι έργο του ρεθυμνιώτη Ιωάννη Ανδρέα Τρώιλου. 
 
Το εξώφυλλο της έκδοσης το 1647
Αποτελείται από περίπου 3000 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους. Τυπώθηκε για πρώτη φορά στην Βενετία το 1647. Πρόκειται για διασκευή της τραγωδίας “ΙΙ Re Torrismondo” του Τουρκουάτου Τάσου.
Ο βασιλιάς της Μέμφης Ροδολινος ζητάει σε γάμο την κόρη του βασιλιά της Περσίας Τρωσίλου. Αυτό το τελευταίο όμως ο Ροδολίνος δεν το αποκαλύπτει, γιατι αν το αποκάλυπτε,ο βασιλιάς της Καρχηδόνας δε θα έδινε την Αρετούσα. Πατερας και κόρη πιστεύουν οτι γαμπρός θα είναι ο Ροδολίνος και είναι πολύ ευχαριστημένοι. Κατά την επιστροφή στη Μέμφη ο Ροδολίνος αισθάνεται δυνατή αγάπη για την ανυποψίαστη Αρετουσα και βρίσκεται ανάμεσα στην αγάπη του αυτή και στη φιλία του με τον Τρωσίλο. Τελικά μέσα στις συγκρούσεις που δημιουργούνται όλοι οι ήρωες της τραγωδίας πεθαίνουν αυτοκτονώντας.
Αν και ο Ροδολίνος θεωρείται η πιο αδύναμη δραματουργικά τραγωδία του Κρητικού Θεάτρου, έχει πολλές ποιητικές αρετές, καθώς η εκτενής χρήση του μονολόγου ευνοεί την παρουσία λυρισμού και ποιητικών εικόνων. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι βέβαια το κρητικό ιδίωμα, που καλλιεργείται και εξυψώνεται σε λογοτεχνική γλώσσα.
”…Μελλούμενο σκληρότατο, γιάντ᾿ ἀποφασισμένα
μ᾿ ἔχεις, ὁ ἴδιος, σκοτωτὴς νά ῾μαι τοῦ ἴδιου ἐμένα;
Σ᾿ τόσους πολέμους ἤλαχα κ᾿ εἰς μάχες τόσες ἤμου,
καὶ χέρι ἀλλοῦ δὲν ἄφηκες νὰ βλάψει τὸ κορμί μου,
γιὰ νὰ μπορέσει ἀψήφιστα τὴ σημερνὴν ἡμέρα,
τέλος νὰ δώσει τσῆ ζωῆς ἡ ἐδική μου χέρα;”

( Iωάννα Μπισκιτζή, Λέκτορας κλασικής φιλολογίας)

Ο εξαιρετικός δραματικός ποιητής Γεώργιος Χορτάτσης έγραψε τουλάχιστον τρία αξιόλογα δράματα, την τραγωδία «Ερωφίλη», την κωμωδία «Κατζούρμπος» και το ποιμενικό δράμα «Γύπαρης» ή «Πανώρια». Το ποιμενικό αυτό δράμα είναι νεανικό έργο του Χορτάτση και έχει πολλές αρετές αλλά και ελαττώματα.

Η Ερωφίλη γράφτηκε στο Ρέθυμνο γύρω στα 1600. 
Το εξώφυλλο της έκδοσης της Ερωφίλης το 1637
Είναι η πιο παλιά και πιο αξιόλογη από τις τρεις γνωστές τραγωδίες του κρητικού θεάτρου. Η Ερωφίλη έχει αφιέρωση στον δικηγόρο Ιωάννη Μούρμουρη ή Μόρμορη, ο οποίος καταγόταν από τα Χανιά και ήκμασε στα τέλη του 16ου αιώνα. Αποτελείται από 3.205 στίχους, πρόλογο (τον οποίο λέει ο Χάρος), πέντε πράξεις με ισάριθμα χορικά και τέσσερα ιντερμέδια, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις πράξεις του έργου. Τα ιντερμέδια αφορούν το επεισόδιο του Rinaldo και της Armida, από το έργο του Torquato Tasso, «Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ» (Gerusalemme Liberata, 1581). Το έργο έχει σαν πρότυπο το έργο Orbecche του ιταλού συγγραφέα G. Battista Giraldi (1549), ενώ μέρος της δεύτερης πράξης ο Χορτάτσης την δανείστηκε από την τραγωδία Il Re Torrismondo του Τ. Tasso (1587) που υπήρξε επίσης πηγή της κρητικής τραγωδίας, Βασιλεύς ο Ροδολίνος. Πηγή των χορικών είναι η τραγωδία Phaedra του Σενέκα. Ωστόσο, παρά τις ποικίλες επιδράσεις, ο Χορτάτσης δεν μιμήθηκε άκριτα τα ξένα πρότυπα, αλλά κατάφερε να δημιουργήσει το δικό του πρωτότυπο ποιητικό έργο, με πλούσια γλώσσα, έντονη πλοκή και τέλεια στιχουργία.

Η υπόθεση της Ερωφίλης είναι μυθική. Ο Φιλόγονος, βασιλιάς της Αιγύπτου, δολοφόνησε τον αδελφό του για να πάρει το θρόνο του και παντρεύτηκε τη γυναίκα του. Από τη γυναίκα του αδελφού του απέκτησε μια κόρη, την Ερωφίλη. Στη βασιλική αυλή μαζί με την Ερωφίλη μεγαλώνει και ο Πανάρετος, νέος από βασιλική οικογένεια, άγνωστη όμως στον Φιλόγονο. Ο Πανάρετος και η Ερωφίλη έζησαν από παιδιά μαζί και σταδιακά η παιδική φιλία εξελίχθηκε σε έρωτα. Ο Πανάρετος μεγάλος πια, πηγαίνει στον πόλεμο και με την ανδρεία του σώζει το βασίλειο από εχθρική επίθεση. Μετά τον πόλεμο οι δύο νέοι παντρεύονται κρυφά. Ο βασιλιάς, όμως, θέλει να παντρέψει την κόρη του με κά­ποιον βασιλιά της Περσίας, για να πετύχει με αυτό το γάμο την ειρήνη ανάμεσα στους λαούς τους. Στέλνει μάλιστα τον Πανάρετο για να της το αναγγείλει και να την πείσει να δεχθεί το γάμο. Ο Φιλόγονος μαθαίνει για το μυστικό γάμο των δύο νέων και αποφασίζει να τιμωρήσει τον Πανάρετο, ο οποίος μάταια προσπαθεί να πείσει τον βασιλιά για την ευγενική του καταγωγή. Ο Φιλόγονος βασανίζει τον Πανάρετο και προσποιούμενος στην Ερωφίλη ότι τη συγ­χωρεί, της προσφέρει ως γαμήλιο «δώρο» σε μια χρυσή λεκάνη το κεφάλι, τα χέρια και την καρδιά του αγαπημένου της. Η Ερωφίλη θρηνεί με σπαραγμό και αυτοκτονεί. Οι γυναίκες του παλατιού αναλαμβάνουν να τιμωρήσουν το βασιλιά (ο χορός οδηγείται από την παραμάνα της Ερωφίλης, τη Νένα). Ρίχνουν κάτω το Φιλόγονο και τον ποδοπατούν μέχρι θανάτου.

Η Ερωφίλη αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τον ελληνικό λαό και αυτό το αποδεικνύει ο μεγάλος αριθμός των εκδόσεων του έργου, οι πολλές παραστάσεις του και οι πολλές παραλλαγές και διασκευές του, που εμφανίζονται σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1637, όταν ο Χορτάτσης είχε ήδη πεθάνει, από τον Κύπριο ιερέα Ματθαίο Κιγάλα, ο οποίος με τις επεμβάσεις του αλλοίωσε αρκετά τον χαρακτήρα του κειμένου. Την αυθεντική μορφή της Ερωφίλης αποκατέστησε το 1676 με την έκδοση του έργου ο Κρητικός Αμβρόσιος Γραδενίγος, βιβλιοφύλακας της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης. Αυτή η έκδοση υπήρξε το πρότυπο για όλες τις επόμενες εκδόσεις.
ΠΡΑΞΗ Γ' - ΣΚΗΝΗ Ε' ΧΟΡΟΣ στιχοι 1-21
Του πλούτου αχορταγιά, τση δόξας πείνα,
του χρυσαφιού ακριβιά καταραμένη,
πόσα για σας κορμιά νεκρ' απομείνα,
πόσοι άδικοι πολέμοι σηκωμένοι,
πόσες συχνές μαλιές συναφορμά σας
γρικούνται ολημερνίς στην οικουμένη!
Στον άδην ας βουλήσει τ' όνομά σας,
κι όξω στη γη μην έβγει να παιδέψει
νου πλιον ανθρωπινόν η ατυχιά σας
γιατί αποκεί, ως θωρώ, σας έχει πέψει
κανείς στον κόσμον δαίμονας να 'ρθείτε,
τς ανθρώπους μετά σας να φαρμακέψει.
Τη λύπηση μισάτε, και κρατείτε
μακρά τη δικιοσύνη ξορισμένη,
κι ουδέ πρεπό, μηδ' όμορφο θεωρείτε,
Για σας οι ουρανοί 'ναι σφαλισμένοι,
κι εδώ στον κόσμο κάτω δε μπορούσι
να στέκουν οι άνθρωποι αναπαημένοι'
με τς αδερφούς τ' αδέρφια πολεμούσι,
κι οι φίλοι τσι φιλιές των απαρνούνται,
και τα παιδιά τον κύρην τους μισούσι


Ο Κατζούρμπος είναι το ωριμότερο έργο του Χορτάτση και συγχρόνως η καλύτερη από τις κρητικές κωμωδίες. Γράφτηκε από το Γεώργιο Χορτάτση στο τέλος του 16ου αι. και ακολουθεί τα πρότυπα της ιταλικής κωμωδίας των χρόνων της Αναγέννησης. Η υπόθεση της κωμωδίας είναι υποτυπώδης: Δυο νέοι, ο Νικολός και η Κασσάνδρα, αγαπιούνται, αλλά η Πουλισένα, ψυχομάνα της Κασσάνδρας, θέλει να την παντρέψει με τον πλούσιο γερο-Αρμένη, για να κερδίσει χρήματα. Τελικά αποκαλύπτεται ότι η Κασσάνδρα είναι η κόρη του Αρμένη, που την είχαν αρπάξει οι Τούρκοι. Έτσι η κωμωδία τελειώνει με το γάμο των δυο νέων. Η αξία της κωμωδίας δεν οφείλεται στην υπόθεση, αλλά στα κωμικά ευρήματα, στους κωμικούς τύπους και στις κωμικές καταστάσεις, καθώς και στη γρήγορη δράση, τη ρέουσα γλώσσα και τον καλλιεργημένο στίχο.
ΝΙΚΟΛΟΣ
Ποῦ ’σαι, Κασσάντρα μου ἀκριβή, ποῦ ‘σαι καὶ δὲν προβαίνεις
νὰ σβήσεις τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τσῆ πληγωμένης
τὴ λαύρα κι ὅλους τσὶ καημούς, μόνο μὲ τὴ θωριά σου,
κι ὁ νοῦς μου ὁ φοβιζάμενος, γροικώντας τ’ ὄνομά σου,
νὰ διώξει τὴν τρομάρα μου κι ἀπὸ ‘δεπὰ μὲ πλῆσο
δρόσος καὶ περιδιάβαση σπίτι μας νὰ γυρίσω;
πρόβαλε κορασίδα μου, πρόβαλε νὰ σὲ δοῦσι
τ’ ἀμμάτια μου τοῦ ταπεινοῦ, να παρηγορηθοῦσι˙
πρόβαλε, δῶσ’ τονε τὸ φῶς, σὰν ἤσου μαθημένη.
μὲ τὴ γλυκειά σου τὴ θωριά, ψυχή μου ἀγαπημένη.
ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ
πρόβαλε, ναῖσκε, πρόβαλε, μηδὲν ἀργεῖς, κερά μου,
τοῦτα τὰ λόγια τ’ ἄνοστα πῶς τὰ μισᾶ ἡ κοιλιά μου!
Κοιμᾶσται θέλει ἀληθινά, για κεῖνο δὲν προβαίνει˙
δὲν ἐκαλοξημέρωσε καὶ θές τη σηκωμένη
νὰ στέκει νὰ σὲ καρτερεῖ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπό σου,
σὰ νὰ μὴν εἶχε λογισμό παρά τὸν ἐδικό σου;
τούτη τὴν ὥρα κάθε εἷς γλυκότατα κοιμᾶται
κι ἀναπαημένος μηδεμιὰ δουλειὰ του σκιὰς θυμᾶται
κ’ ἐμεῖς ἐσηκωθήκαμε σύναυγα σὰ χαλκιάδες
κ’ ἐπὰ στὴ ρούγαν ἤρθαμε νὰ λέμε πελελάδες.
Σκιὰς κολατσιό ἄς εἴχαμε κάμει, μὰ τ’ ἄντερά μου
βουρβουρακιάζου καὶ πονοῦ, καὶ μάχεται ἡ κοιλιά μου.


Η Πανώρια είναι ποιμενικό δράμα (ο Στυλιανός Αλεξίου είχε χαρακτηρίσει το έργο ποιμενική κωμωδία) και αποδίδεται στον Γεώργιο Χορτάτση. Παλαιότερα οι μελετητές έδιναν στο έργο λανθασμένα τον τίτλο Γύπαρις, επειδή σωζόταν ανώνυμο στον βενετικό κώδικα Marcianus Graecus classe XI no 19 και στον Αθηναϊκό ελληνικό κώδικα 2978, ενώ το 1963 βρέθηκε πληρέστερος κώδικας (της συλλογής του Μάριου Δ. Δαπέργολα) που παραδίδει τον τίτλο Πανώρια και την αφιέρωση στον Βενετό άρχοντα Μάρκο Αντώνιο Βιάρο. Η Πανώρια είναι γραμμένη σε δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους ιαμβικούς στίχους και αποτελείται από πέντε πράξεις. Στα σωσμένα χειρόγραφα του έργου υπάρχουν αρκετές διαφοροποιήσεις στον αριθμό των προλόγων και των ιντερμεδίων. Το πρωτότυπο του έργου είναι πιθανόν το ποιμενικό δράμα La Calisto του Βενετού ποιητή Luigi Groto που τυπώθηκε το 1583. Ο Χορτάτσης δεν μιμήθηκε δουλικά το ιταλικό πρότυπό του, αλλά κατόρθωσε να δώσει το δικό του προσωπικό ύφος στο έργο.
Η υπόθεση του έργου είναι η ακόλουθη: Το έργο διαδραματίζεται στην Κρήτη. Ήρωες είναι οι βοσκοί Γύπαρις και Αλέξης που είναι ερωτευμένοι με τις βοσκοπούλες Πανώρια και Αθούσα. Όμως εκείνες απορρίπτουν τον έρωτά τους γιατί προτιμούν να ζουν ελεύθερες στα δάση του Ψηλορείτη. Οι δυο νέοι καταφεύγουν στη βοήθεια μιας Νεράιδας που τους συμβουλεύει να προσφέρουν θυσία στο βωμό της θεάς Αφροδίτης. Η θεά του Έρωτα ανταποκρίνεται στο αίτημά τους, στέλνει τον γιο της, τον Έρωτα και οι κοπέλες πληγώνονται από τα βέλη του. Το έργο τελειώνει με το γάμο των δύο ζευγαριών και το γαμήλιο γλέντι στον Ψηλορείτη.
ΠΑΝΩΡΙΑ Ἐγὼ δὲ θὲ νὰ παντρευτῶ καὶ βρὲ ἄλλη κορασίδα ἀπ’ ὄμορφες ἀρίφνητες ἁπού ‘ν’ ἐπὰ στὴν Ἴδα˙ καὶ κάμε τηνε ταίρι σου κ’ ἐμένα μὴν πειράζης, γιατὶ σ’ ἀμνόγω, Γύπαρη, πὼς ὄφκαιρα κοπιάζεις. Γιατί ‘πα σου πολλὲς φορὲς: «Νὰ παντρευτῶ δὲ θέλω» κ’ ἐσὺ σοῦ βάλθη νὰ γενῆ, ἄ θέλω κι ἄ δὲ θέλω.
ΓΥΠΑΡΗΣ
Κόρη, μὴν εἶσαι ἔτσι ἄπονη˙ μὴ θὲς τὸ θάνατό μου, μὰ μὲ κιαμιὰ παρηγοριὰ λίγανε τὸν καημό μου. Τὴν πλερωμή τσ’ ἀγάπης μου τὴν πολυζητημένη μοῦ δῶσε καὶ τὴ δόλια μου καρδιὰ τὴ δοξεμένη γιάνε μὲ μιὰ γλυκειὰ θωριὰ καὶ μ’ ἕνα σπλαχνικό σου λόγο πριχοῦ νεκρὸς στὴ γῆ μιὰν ὥρα πεσ’ ὄμπρός σου. Κόρη, δὲν εἶναι τὸ πρεπὸ μιὰ ‘γάπη ‘μπιστεμένη μὲ θάνατο ἀπὸ λόγου σου νὰ βγῆ φκαριστημένη˙ μὰ μ’ ἄλλη μεγαλύτερη πρέπει κι ἐσὺ νὰ δώσης τέλος γοργό, νεράιδα μου, τσῆ παίδας μου τσῆ τόσης.
Πανώρια, πράξη β΄, στ. 331-346

Εκτός από τον «Κατζούρμπο», διασώθηκαν ακόμη δύο κρητικές κωμωδίες. Η μια έχει τον τίτλο «Φορτουνάτος» και ανήκει στο Μάρκο Αντώνιο Φόσκολο και η άλλη ονομάζεται «Στάθης» και είναι έργο αγνώστου ποιητή.

Ο Φορτουνάτος («τυχερός») αποτελεί ίσως την πιο «θεατρική» απ’ όλες τις κωμωδίες της κρητικής λογοτεχνικής παραγωγής, στα παραστατικά της μέσα, στους κωμικούς χαρακτήρες και στην καίρια αμεσότητά της. Γραμμένη στην κρητική ανατολική διάλεκτο της περιόδου, την εποχή που οι Τούρκοι πολιορκούν τον ενετικό Χάνδακα-Κάστρο, έφτασε σε μας στο χειρόγραφο του ίδιου του ποιητή της, χρονολογημένο στα 1655. Τόσο στον «Φορτουνάτο» όσο και στις άλλες δύο κρητικές κωμωδίες η πλοκή είναι παρεμφερής ή μάλλον ακολουθεί ένα συγκεκριμένο τυπικό: υπάρχει ένα χαμένο παιδί, ο έρωτας δυο νέων, ηλικιωμένοι αντίζηλοι που βάζουν εμπόδια στην ευτυχία τους, προξενήτρες κά.
Οι τύποι είναι δανεισμένοι απ’ την ιταλική κωμωδία και τα θέματα προέρχονται επίσης απ’ την ιταλική παραγωγή της εποχής κι έχουν μεταγραφεί στην εγχώρια πραγματικότητα. Παρά τις τόσες επιρροές τους απ’ την Ιταλία όμως, διατηρούν την αυθεντικότητα τους και γίνονται δημοφιλείς και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας ακόμα και μετά την πτώση του Χάνδακα.
Στον «Φορτουνάτο», ο πλούσιος έμπορος Γιαννούτσος αποφασίζει να παντρέψει τον θετό γιο του και ψάχνει την κατάλληλη νύφη. Ο νεαρός Φορτουνάτος όμως είναι κρυφά ερωτευμένος με την Πετρονέλα. Παράλληλα, ο γιατρός Λούρας στέλνει προξενιά στην χήρα Μηλιά ζητώντας της να παντρευτεί την κόρη της Πετρονέλα και προκαλεί εμπόδια στον έρωτα των δύο νέων. Κι ενώ η κατάσταση μοιάζει αδιέξοδη, η αποκάλυψη του Λούρα ότι πριν από δεκαέξι χρόνια έχασε τον μοναχογιό του που πιθανότατα τον άρπαξαν κουρσάροι, αποτρέπει τον αταίριαστο γάμο, σμίγει πατέρα και γιο και χαρίζει απλόχερα ευτυχία σε όλους.

Ο Στάθης είναι κωμωδία ανωνύμου συγγραφέα που χρονολογείται στα τέλη του 16ου ή στις αρχές του 17ου αι. και πιθανολογείται ότι είναι έργο του Χορτάτση. 
Σελίδα από το χειρόγραφο του Στάθη
Αποτελείται από 1240 ιαμβικούς ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και είναι γραμμένη στην κρητική διάλεκτο.Σώζεται σε ένα μόνο χειρόγραφο αλλά με πολλές περικοπές που συχνά εμποδίζουν την κατανόηση του κειμένου. Όπως έχει αποκατασταθεί η υπόθεση του έργου από τους φιλολόγους, αποδεικνύεται ότι ο Στάθης ακολουθεί τα τυπικά μοτίβα των άλλων κωμωδιών, δηλαδή την ιστορία ερωτευμένων ζευγαριών που θέλουν να παντρευτούν αλλά ο γάμος τους εμποδίζεται εξαιτίας διαφόρων περίπλοκων περιστατικών. Στην κωμωδία πρωταγωνιστούν οι νέοι Χρύσιππος και Πάμφιλος, Φαίδρα και Λαμπρούσα και οι γονείς τους. Ο Χρύσιππος θέλει να παντρευτεί την Λαμπρούσα και ο Πάμφιλος είναι ερωτευμένος με την Φαίδρα, η οποία όμως αγαπά τον Χρύσιππο. Μετά από διάφορες παρεξηγήσεις και άλλα εμπόδια αποκαλύπτεται ότι ο Χρύσιππος είναι ο χαμένος γιός του Στάθη (πατέρα της Φαίδρας) και έτσι το έργο τελειώνει με την προετοιμασία των γάμων της Χρύσιππου με την Λαμπρούσα και της Φαίδρας με τον Πάμφιλο. Η πλοκή του Στάθη είναι πιο σύνθετη από των άλλων κωμωδιών, διαθέτει όμως και άφθονα λυρικά στοιχεία.

Το πιο άρτιο και, κατά πολλούς, καλύτερο έργο του κρητικού θεάτρου είναι Η Θυσία του Αβραάμ (1635). 
Το εξώφυλλο της έκδοσης το 1713
Είναι ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά και δημοφιλή έργα της Κρητικής λογοτεχνίας του 16ου αιώνα. Πρόκειται για ένα θρησκευτικό δράμα που αποτελείται από 1144 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους και αποδίδεται στον ποιητή του Ερωτόκριτου Βιντσέντζο Κορνάρο. Ο πρώτος που υποστήριξε αυτήν την άποψη ήταν ο Στ. Ξανθουδίδης και η πρόταση έγινε δεκτή έκτοτε από τους φιλολόγους. Οι ερευνητές στηρίζονται σε υφολογικές και στιχουργικές ομοιότητες και στην παρουσία παράλληλων χωρίων στα δύο έργα. Πρόβλημα παραμένει ωστόσο η χρονολόγηση του έργου σε σχέση με τον Ερωτόκριτο: υποστηρίζονται και οι δύο απόψεις, ότι είναι δηλαδή προγενέστερο το δράμα, και μάλιστα νεανικό έργο, ή ότι είναι μεταγενέστερο. Αν εξετάσει κανείς τις γλωσσικές μαρτυρίες, συμπεραίνει ότι η Θυσία φαίνεται προγενέστερη του Ερωτόκριτου. Σίγουρο είναι ότι γράφτηκε μετά το 1586, έτος της πρώτης έκδοσης του ιταλικού προτύπου της. Άμεσο πρότυπο της Θυσίας είναι το έργο Lo Isach, του Luigi Grotto, που όπως προαναφέρθηκε, εκδόθηκε πρώτη φορά το 1586. Το πρώτο χειρόγραφο που έχουμε στη διάθεσή μας είναι αυτό που συμπεριλαμβάνεται στο Νανιανό κώδικα (Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας), ο οποίος ανάγεται στις αρχές του 17ου αιώνα. Εκεί το έργο είναι γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες. Όπως συμβαίνει και με τον Ερωτόκριτο, η Θυσία δεν είναι απλή μετάφραση ή δουλική μίμηση του πρωτότυπού της. Ο συγγραφέας έχει μείνει πιστός στην πλοκή του έργου του Grotto, έχει κάνει όμως σημαντικές αλλαγές στην δομή, που αποτελούν ταυτόχρονα μεγάλες καινοτομίες: κατάργησε τα χορικά, τις πράξεις και τις σκηνές και έδειξε ιδιαίτερη επιμονή στην ανάλυση των χαρακτήρων. Αυτή η δραματική και συγγραφική τόλμη είναι επιχείρημα όσων υποστηρίζουν ότι πρόκειται για νεανικό έργο του ποιητή.

Η υπόθεση του έργου είναι το γνωστό επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης: ο Θεός προστάζει τον Αβραάμ να θυσιάσει τον γιο του Ισαάκ. Ο πιστός Αβραάμ έπειτα από έντονη ψυχική δοκιμασία αποφασίζει να υπακούσει. Με μεγάλη προσπάθεια πείθει τη Σάρα να αποδεχθεί την εντολή και προετοιμάζει τον Ισαάκ για το ταξίδι με πρόσχημα ότι θα θυσιάσουν ένα αρνί. Όταν φτάνουν στο βουνό όπου θα γίνει η θυσία, ο Αβραάμ ανακοινώνει στον Ισαάκ τον πραγματικό σκοπό του ταξιδιού τους και ο Ισαάκ προσπαθεί να τον μεταπείσει, αλλά τελικά υποκύπτει. Τη στιγμή που ο Αβραάμ ετοιμάζεται να τελέσει τη θυσία, εμφανίζεται Άγγελος Κυρίου που λυτρώνει τον Ισαάκ και τον αντικαθιστά με ένα αρνί. Το έργο τελειώνει με την επιστροφή του Αβραάμ και του Ισαάκ και την προσευχή του Αβραάμ που υμνεί την παντοδυναμία του Θεού.
Άγγελος: Ξύπν’ Αβραάμ,ξύπν’ Αβραάμ, γείρου κι απάνου στάσου
μαντάτο από τους ουρανούς σου φέρνου κι αφουγκράσου.
Ξύπνησε δούλε του Θεού,ίσε και μπιστεμένε
και να κοιμάσαι αμέριμνα εδά καιρός δεν είναι.
Ξύπνα και γρίκησ’ Αβραάμ εκείνο όπου θέλει
Αφέντης όπου προσκυνού και τρέμουν οι αγγέλοι.
Θυσία άξα και καλή τη σήμερον ημέρα
θέλει ο Θεός και πεθυμά εκ’ τη δική σου χέρα.
Δε θέλει μπλιό θυσίες αρνιώ και πράματα φθαρμένα,
μα μια θυσία πεθυμά μεγάλην από σένα
το τέκνο σου το μοναχό το κανακάρικό σου
εισέ θυσία το ζητά και θέλει ι’ ο Θεός σου
‘ς τόπον αρνιού, ‘ς τόπον ριφιού ορίζει ο Θεός και θέλει
να θυσιάσεις, Αβραάμ ,του Ισαάκ τα μέλη….
……………………………………………………..
Αβραάμ:Όφου τρομάρα με κρατεί,ζάλη μεγάλην έχω,
κοιμούμενος ή ξυπνητός  αν είμαι δεν κατέχω.
Ιντα μαντάτο μου ‘φερες,άγγελε απού το θρόνο
τ’αφέντη μου,κι ορίζεις με να κάμω το δε σώνω;
 
 Το αριστούργημα όμως του Κορνάρου είναι ο Ερωτόκριτος
Το εξώφυλλο της έκδοσης του Ερωτόκριτου
Το μεγάλο επικολυρικό ποίημα που αποτελείται από 10052 ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, χωρίζεται σε πέντε μέρη και χαρακτηρίζεται από τους μελετητές ως έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα. Σε αυτό το πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα ο Κορνάρος διηγείται την ερωτική ιστορία των δύο βασικών ηρώων του έργου: του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας. Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, η εποχή όμως που περιγράφει αποτυπώνει καλύτερα το ιπποτικό πνεύμα της Δύσης. Η υπόθεση χωρίζεται σε πέντε τμήματα και είναι συνοπτικά η εξής:

Α. Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του Αρτέμη αποκτούν μετά από πολλά χρόνια γάμου μια κόρη, την Αρετούσα. Τη βασιλοπούλα ερωτεύεται ο Ερωτόκριτος, ο γιος του Πεζόστρατου, πιστού συμβούλου του βασιλιά. Επειδή δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτά του, πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια με τον πιστό φίλο του Πολύδωρο και της τραγουδά. Η κοπέλα σταδιακά ερωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή. Ο βασιλιάς Ηράκλης, όταν μαθαίνει για τον τραγουδιστή, του στήνει ενέδρα για να τον συλλάβει, ο Ερωτόκριτος όμως μαζί με τον αγαπημένο του φίλο συμπλέκονται με τους στρατιώτες του βασιλιά και διαφεύγουν. Ο Ερωτόκριτος, καταλαβαίνοντας ότι ο έρωτάς του δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, ταξιδεύει στη Χαλκίδα για να ξεχάσει. Φεύγοντας ο Ερωτόκριτος από το παλάτι δίνει στην μητέρα του τα κλειδιά του δωματίου του, ζητώντας της να μην επιτρέψει σε κανέναν να μπει μέσα. Στο διάστημα αυτό ο πατέρας του αρρωσταίνει και όταν η Αρετούσα με τη βασίλισσα Αρτέμη τον επισκέπτονται, βρίσκει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου μια ζωγραφιά που την απεικονίζει και τους στίχους που της τραγουδούσε. Όταν εκείνος επιστρέφει, για να δει τον άρρωστο πατέρα του, ανακαλύπτει την απουσία της ζωγραφιάς και των τραγουδιών και μαθαίνει ότι μόνο η Αρετούσα είχε μπει στο δωμάτιό του. Επειδή καταλαβαίνει ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του και ότι μπορεί να κινδυνεύει, μένει στο σπίτι προσποιούμενος ασθένεια και η Αρετούσα του στέλνει για περαστικά ένα καλάθι με τέσσερα μήλα, ως ένδειξη ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του.
Β. Ο βασιλιάς οργανώνει στις 25 Απριλίου (ημέρα εορτασμού του Αγ. Μάρκου) κονταροχτύπημα για να διασκεδάσει την κόρη του. Παίρνουν μέρος πολλά αρχοντόπουλα και γιοι βασιλιάδων από την Ελλάδα και απ’ όλο τον γνωστό τότε κόσμο. Ο Ερωτόκριτος αναδεικνύεται νικητής και παίρνει από τα χέρια της αγαπημένης του το στεφάνι της νίκης.
Γ. Το ζευγάρι αρχίζει να συναντιέται κρυφά στο παράθυρο της Αρετούσας. Ο Ερωτόκριτος πείθει τον πατέρα του να ζητήσει την Αρετούσα σε γάμο από τον πατέρα της. Όπως είναι φυσικό, ο βασιλιάς εξοργίζεται με το «θράσος» του νέου, διώχνει τον Πεζόστρατο και αποφασίζει να εξορίσει τον Ερωτόκριτο. Ταυτόχρονα φτάνουν προξενιά για την Αρετούσα από το βασιλιά του Βυζαντίου. Η κοπέλα αμέσως αρραβωνιάζεται κρυφά με τον Ερωτόκριτο, πριν αυτός εγκαταλείψει την πόλη, έχοντας σαν μάρτυρά τους την πιστή νένα της Αρετούσας, Φροσύνη.
Δ. Η Αρετούσα αρνείται να δεχθεί το προξενιό με το βασιλόπουλο του Βυζαντίου και ο βασιλιάς τη φυλακίζει μαζί με την πιστή παραμάνα της. Στις αρχές του τέταρτου χρόνου απ’ τη φυλάκιση της Αρετούσας, ο βασιλιάς των Βλάχων, Βραντίστρατος, εισβάλει στην Αθήνα και την πολιορκεί. Τότε εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος με μαυρισμένο το πρόσωπο από κάποιο μαγικό φίλτρο. Μάλιστα σε μια μάχη σκοτώνει τον ανιψιό του βασιλιά Βραντίστρατου, τον γενναίο Άριστο και μολονότι τραυματίζεται, χαρίζει τη νίκη στους Αθηναίους.
Ε. Ο βασιλιάς Ηράκλης για να ευχαριστήσει τον τραυματισμένο ξένο του προσφέρει το μισό βασίλειό του, όμως ο Ερωτόκριτος ζητά την κόρη του για σύζυγο. Η Αρετούσα αρνείται βέβαια να παντρευτεί έναν άγνωστο. Ο Ερωτόκριτος την επισκέπτεται στη φυλακή και την υποβάλλει σε δοκιμασίες για να επιβεβαιώσει την πίστη της σε αυτόν. Τελικά της αποκαλύπτεται αφού λύνει τα μαγικά που τον είχαν μεταμορφώσει. Ο βασιλιάς αποδέχεται το γάμο των δύο νέων, συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο και τον πατέρα του και ο Ερωτόκριτος ανεβαίνει στο θρόνο της Αθήνας.

Το λογοτεχνικό πρότυπο του Ερωτόκριτου αποτέλεσε το πεζό γαλλικό μυθιστόρημα του 15ου αιώνα Paris et Vienne του Pierre de la Cypede, όπως διαπίστωσε το 1935 ο Ρουμάνος μελετητής N. Cartojan. (Βέβαια την ίδια διαπίστωση είχε κάνει και ο Ηπειρώτης λόγιος Χριστόφορος Φιλητάς). Ο Κορνάρος γνώρισε το γαλλικό έργο πιθανότατα από μια πεζή ιταλική διασκευή του, η οποία είχε τυπωθεί 33 τουλάχιστον φορές ανάμεσα στα έτη 1482 – 1655, κυρίως στη Βενετία. Ο Κορνάρος δεν μιμήθηκε δουλικά το λογοτεχνικό του πρότυπο, αλλά έκανε μια δημιουργική διασκευή, με περισσότερες αρετές σε σχέση με το γαλλικό έργο και τις άλλες διασκευές του. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Στυλιανός Αλεξίου (στις σελίδες ξη'-ξθ' της κριτικής έκδοσης του Ερωτόκριτου): «Ο Κορνάρος με αλάθητη κρίση οργάνωσε σε νέες βάσεις τη χαώδη οικονομία του ξένου έργου, απέφυγε τις επαναλήψεις (το δεύτερο κονταροχτύπημα, τη δεύτερη επίσκεψη του Βουργουνδού, τα αλλεπάλληλα όνειρα), την άσκοπη φυγή και επιστροφή της Vienne, την περιπετειώδη μεταφορά της δράσης στην Ανατολή, τη σταυροφορία, το αντιαισθητικό εύρημα του βρώμικου κοτόπουλου (που κι αυτό επαναλαμβάνεται) και τόσα άλλα. Επίσης περιόρισε τον αριθμό των προσώπων και το ρόλο του φίλου του ήρωα, και παρέλειψε την απλοϊκή κατάληξη, όπου πεθαίνουν όλοι οι γεροντότεροι για να τακτοποιηθούν οι πρωταγωνιστές. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι από πολλές απόψεις το «πρότυπο» ήταν για τον Κορνάρο «παράδειγμα προς αποφυγή». Με τον Ερωτόκριτο περνούμε από τη μεσαιωνική παράταξη και συσσώρευση της ύλης, στην αναγεννησιακή οργάνωση και σύνθεση.»
Η συνάντηση του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας
Ἐφανερῶσαν το κ’ οἱ δυὸ πὼς εἶναι ἐκεῖ σωσμένοι κι ἀπόκει στέκου σὰ βουβοὶ κ’ ἡ γλώσσα τως σωπαίνει. Ἤτρεμ’ ἐκείνη σ’ μιὰ μεριὰ κ’ ἐκεῖνος εἰς τὴν ἄλλη κι ὁ γεῖς τὸν ἄλλο ἐνίμενε τὴν ἐμιλιὰ νὰ βγάλη˙ μιὰν ὥρα ἐστέκα ἀμίλητοι καὶ τὰ πολλὰ ὁποὺ χώνα ἐχάσαν τα, σοῦ φαίνεται, τὴν ὥρα ποὺ ἐσιμῶνα. Δὲν εἶχαν τὴν ἀποκοτιὰ στὰ θέλου νὰ μιλήσου, δὲν ξεύρουν ἀπὸ ποιὰ μεριὰ τὰ πάθη τως ν’ ἀρχίσου. Ὡσὰ λαήνι ὁποὺ γενῆ πολλὰ πλατὺ στὸν πάτο κ’ εἰς τὸ λαιμὸ πολλὰ στενὸ κ’ εἶναι νερὸ γεμάτο, κι ὅποιος θελήση καὶ βαλθῆ ὄξω νερὸ νὰ χύση καὶ τὸ λαήνι μὲ τὴ βιὰ πρὸς χάμαι νὰ γυρίση, μέσα κρατίζει τὸ νερὸ κι ἀπ’ ὄξω δὲν τὸ βγάνει κι ὅσο τὸ γέρνει τόσο πλιὰ μόνο τὸν κόπο χάνει, ἐδέτσι ἐμοιάσασι κι αὐτοὶ κ’ ἦσα γεμάτοι πάθη, ἡ ἀποκοτιὰ τως νὰ τὰ ποῦν, ὡς ἐσιμῶσα, ἐχάθη καὶ θέλοντας νὰ ποῦν πολλὰ, τὰ λίγα δὲ μποροῦσι˙ τὸ στόμα τως ἐσώπαινε, μὲ τὴν καρδιὰ μιλοῦσι.
Ερωτόκριτος, μέρος Γ΄, στίχοι 583-600. 
 
Η τελειότητα του στίχου, ο γλωσσικός πλούτος του έργου, η διαύγεια στην έκφραση και η πλαστικότητα του κειμένου είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά του. Επίσης η αρτιότητα στη δομή και η αρχιτεκτονική του ενότητα, οι ψυχολογημένοι χαρακτήρες των ηρώων του, η κλιμάκωση των δραματικών συγκρούσεων μαζί με την έντονη παρουσία του φυσιολατρικού στοιχείου προσδίδουν στο έργο το χαρακτήρα μεγαλόπνοης επικής σύνθεσης. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Ερωτόκριτος τοποθετείται στην κορυφή της ποιητικής παραγωγής της κρητικής λογοτεχνίας. Για τις παραπάνω αρετές του το έργο αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τον ελληνικό λαό, ώστε μέχρι πριν λίγα χρόνια ακόμα, λαϊκοί ραψωδοί (λυράρηδες και βιολάτορες της Κρήτης) ήξεραν απέξω - από προφορική παράδοση - μεγάλα αποσπάσματα που συνήθιζαν να τα απαγγέλλουν, συνήθως σε πανηγύρια και φιλικές συγκεντρώσεις. Η επιγραμματικότητα πολλών διστίχων του συντέλεσε στο να καθιερωθούν στη συλλογική μνήμη ως λαϊκές παροιμίες. Επίσης οι πολλές εκδόσεις του έργου, οι διασκευές και οι μεταφράσεις του σε ξένες γλώσσες (ρουμάνικα, τούρκικα, αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά) αποτελούν τη μεγαλύτερη απόδειξη της δημοτικότητας του έργου. Σημαντική υπήρξε η επίδραση του Ερωτόκριτου στη νεοελληνική ποίηση. Παραδείγματα ποιημάτων επηρεασμένων από τη στιχουργική του είναι Ο Κρητικός του Δ. Σολωμού, το Μήτηρ Θεού του Α. Σικελιανού, ο Επιτάφιος του Γ. Ρίτσου, ο Νέος Ερωτόκριτος του Παντελή Πρεβελάκη. Δεν έλειψαν βέβαια και οι αρνητικές εκτιμήσεις του έργου. Αρκετοί λόγιοι του 18ου αιώνα το θεωρούσαν κατώτερο ανάγνωσμα λόγω της λαϊκής γλώσσας και μάλιστα ο Διονύσιος Φωτεινός είχε διασκευάσει το έργο σε λόγια, «ανώτερη» όπως πίστευε, γλωσσική μορφή. Ο Κάλβος επέκρινε το έργο ως μονότονο και ο Ιάκωβος Πολυλάς το απέρριπτε εξ αιτίας της ιδιωματικής γλώσσας. Το έργο διασκευάστηκε σε θεατρική μορφή από τον Δ. Συναδινό το 1929, με τη Μαρίκα Κοτοπούλη στο ρόλο της Αρετούσας και το 1966 ο Νίκος Κούνδουρος τον διασκεύασε σε κινηματογραφικό σενάριο. Από τις πιο επιτυχημένες θεατρικές αποδόσεις του θεωρείται αυτή του 1977, από το Αμφι - Θέατρο του Σ. Ευαγγελάτου.

Το κείμενο του Ερωτόκριτου περιέχεται σε ένα μόνο χειρόγραφο, το οποίο βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. (British Museum, Harleian Collection, αριθμ. 5644). Το χειρόγραφο αυτό γράφτηκε στην Κεφαλλονιά το 1710 και αγοράστηκε το 1725 από τον λόρδο Eduard Harley στην Κέρκυρα. Το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1713 στο βενετικό τυπογραφείο του Αντωνίου Βόρτολι. Το μοναδικό σωζόμενο αντίγραφο της έκδοσης εκείνης βρίσκεται σήμερα στην Γεννάδιο Βιβλιοθήκη Αθηνών. Ακολούθησαν πολλές εκδόσεις του έργου από το ίδιο ή άλλα βενετικά τυπογραφεία.

Η λογοτεχνική παραγωγή στην Κρήτη διακόπτεται το 1669 με την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους. `Ετσι, ύστερα από τη λαμπρή άνθιση στην Κρήτη, μετά το 1669 βρισκόμαστε σε μια κατάσταση ποιητικής παρακμής. Η πνευματική δημιουργία μεταφέρεται στα Επτάνησα με την ίδρυση της Επτανησιακής Σχολής στις αρχές του 19ου αιώνα.
Πηγές: 
www.anogi.gr
el.wikipedia.org
www.hellenica.de
 www.odyssey.com.cy
blogs.sch.gr/stratilio/archives/1490
e-alexandria.gr