ῥᾳθυμέω-ῶ
= αμελώ, αδιαφορώ.
ῥᾳστώνη
= ευχέρεια, ανάπαυση.
ῥώμη
= δύναμη, θάρρος.
σθένος
= δύναμη.
σιγήν
ἔχω = σιωπώ, διάγω ειρηνικά.
σῖτος
& πληθ. τά σῖτα = σιτάρι, αλεύρι.
σῖτος
τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων.
σῖτος
ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμα.
περί
σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα
πρώτα στάχυα των σιτηρών.
ὁ
σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουν.
σκεδάννυμι
= διασκορπίζω.
σκευάζω
= παρασκευάζω, κατασκευάζω.
σκευή
= ετοιμασία, ενδυμασία, στολή.
σκευοφόρος
= αχθοφόρος./// τά
σκευοφόρα = τα υποζύγια, οι αποσκευές.
σκέψις
= σκέψη, εξέταση.
σκηνόω-ῶ
(< σκῆνος) = κατασκηνώνω.
σκοπέω-ῶ
& σκοποῦμαι = παρατηρώ, προσέχω, κατασκοπεύω,
κρίνω, εννοώ, σκέπτομαι.
σκέψασθε
παρ’ ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας.
σκοταῖος
= σκοτεινός, με το σκοτάδι.
σπένδομαι
= κάνω σπονδές, συνθηκολογώ, ειρηνεύω.
σπεύδω
= επιταχύνω, επιδιώκω, βιάζομαι.
σπονδή
(< σπένδω) = σπονδή, συνθήκη, ειρήνη.
λύω
τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες.
σπονδάς ποιοῦμαι
= κλείνω ειρήνη, υπογράφω συνθήκη.
σποράδην
= σκορπιστά, σποραδικά.
σπουδάζω
= επιδιώκω, φροντίζω.
στέλλω
= αποστέλλω.
στέργω
= αγαπώ, αρκούμαι.
στρατοπεδεία
& στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση.
συγγίγνομαι
= συναναστρέφομαι, συναντώ, συνενώνομαι.
συγγιγνώσκω
= συμφωνώ, ομολογώ, συγχωρώ.
συγγνώμην
ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον.
συγγνώμης
τυγχάνω = συγχωρούμαι.
σύγκειμαι
= αποτελούμαι από.
συκοφαντέω-ῶ
= συκοφαντώ.
συλλαμβάνω
= συλλαμβάνω.
συλλέγω
= συγκεντρώνω, στρατολογώ.
σύλλογος
= συνέλευση, συγκέντρωση.
συμβαίνω
= έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό
ή σε συμφωνία.
συμβάλλω
= συνενώνω, συντελώ./// συμβολή
= συνάντηση, ένωση.
συμπεριάγω
= περιφέρω μαζί.
συμπίπτω
= πέφτω με ορμή, πέφτω μαζί./// συμπίπτει
= συμβαίνει.
συμπράττω
= συνεργώ, βοηθώ.
συναγείρω
= συγκαλώ, συναθροίζω.
συνάγω
= συγκεντρώνω, συνάπτω.
συναλλαγή
= ανταλλαγή, συμφιλίωση./// συναλλάττω
= συμφιλιώνω, ανταλλάσσω.
σύνδικος
= συνήγορος.
συνέχω
= συγκρατώ, διαφυλάττω.
συνηγορέω-ῶ
= είμαι συνήγορος.
συνίστημι
= στήνω μαζί, συνδυάζω, συνενώνω, συγκροτώ.
συνίσταμαι
= συμπλέκομαι, συνδέομαι, έρχομαι σε συνεννόηση.
συνιστάμενον
(το συνεστηκός) = συνωμοσία, συνωμότες.
σύνοιδα
= γνωρίζω καλά.
σύνοιδα
ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι.
σύνοιδά
τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλος.
συνουσία
(σύνειμι) = συναναστροφή.
ποιοῦμαι
τήν συνουσίαν = επικοινωνώ.
σφάλλω=
βλάπτω.
σφάλλομαι
= κάνω σφάλμα, πλανώμαι, απατώμαι,
παθαίνω.
σφάλμα
= αποτυχία, ζημία, λάθος.
σφόδρα
= πολύ.
σχολή
= οκνηρία, ευκαιρία, απραξία./// σχολήν
ἄγω = ευκαιρώ, αδρανώ.
σῴζω
= σώζω, διατηρώ, διαφυλάττω.
ποιῶ
ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως
σωματικής δύναμης.
τάττω
= τακτοποιώ, παρατάσσω.
τείχισμα
= οχύρωμα.
τειχομαχέω-ῶ
= μάχομαι κατά τείχους.
τειχομαχία
= επίθεση εναντίον τείχους.
τελευτάω-ῶ
= τελειώνω, καταλήγω./// τελευτῶ
(τόν βίον) = πεθαίνω.
τελευτῶν
(επιρ.) = τελικά.
τελευτή
= θάνατος, τέλος.
τελέω-ῶ
= εκτελώ, πληρώνω.
τέλος
= αποτέλεσμα, τέλος, σκοπός, πληρωμή, φόρος.
οἱ
ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος, τά τέλη, τά
οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα).
τέμνω
= κόβω, διαιρώ, χωρίζω
τέμνω
τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά
(την ύπαιθρη χώρα).
τίθημι
= τοποθετώ, θέτω, κατατάσσω.
τίθημι
ἀγῶνα = προκηρύσσω, διοργανώνω αγώνα.
τίθημι
νόμον = εισάγω, προτείνω νόμο.
ψῆφον
τίθεμαι = ψηφοφορώ.
τά
ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω, παρατάσσω.
τιμάω-ω
= τιμώ, σέβομαι, ανταμείβω.
τιμῶ
τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως
ποινή κάτι.
τιμωρέω-ῶ
(τινί) = βοηθώ.
τιμωρῶ
ὑπέρ τινος = βοηθώ, λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό
για τον φόνο κάποιου.
τιμωρῶ
τινα = τιμωρώ./// τιμωροῦμαί
τινά = τιμωρώ, εκδικούμαι.
τιμωροῦμαι
= τιμωρούμαι.
τριταῖος
= τριών ημερών, κατά την τρίτη ημέρα.
τριχῇ
= σε τρία μέρη, κατά τρεις τρόπους.
τυγχάνω
= πετυχαίνω, βρίσκω, συναντώ.
ὑπάγω
= υποτάσσω, αποσύρω κρυφά.
ὑπάγω
εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια.
ὑπάρχω
= κάνω την αρχή, υπάρχω.
ὑπάρχω
εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας.
ὑπεξάγω
= κρυφά εξάγω, διασώζω.
ὑπεξαιρέω-ῶ
= κρυφά αφαιρώ.
ὑπεξανάγομαι
= ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος.
ὑπερβάλλω
= υπερτερώ, είμαι υπερβολικός.
ὑπερήδομαι
= δοκιμάζω μεγάλη χαρά.
λόγον
ὑπέχω = λογοδοτώ.
ὑπέχω
αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι.
ὑπισχνέομαι-οῦμαι
= υπόσχομαι.
ὑποπτεύω
= υποψιάζομαι, φοβάμαι, προαισθάνομαι.
ὑποπτεύομαι
= θεωρούμαι ύποπτος.
ὑπόσπονδος
= κατόπιν ανακωχής, με προστασία σπονδών.
ἀπέδοσαν
(ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =
έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής
προς ενταφιασμό.
ὑποτίθημι
= θέτω υποκάτω. /// ὑποτίθεμαι
= θέτω ως βάση, υποθέτω.
ὑποχείριος
= ο κάτω από την εξουσία.
ὑποχείριος
γίγνομαι = υποτάσσομαι./// ὑποχείριόν
τινα ποιοῦμαι = υποτάσσω.
ὔστατος
= τελευταίος.
ὑστεραία
(ἡμέρα) = η επόμενη μέρα.
ὕστερος
= επόμενος, μεταγενέστερος, κατώτερος.
ὑφηγέομαι-οῦμαι
= υποδεικνύω, δείχνω το δρόμο.
ὑφίστημι
= τοποθετώ από κάτω.
ὑφίσταμαι
= υποτάσσομαι, υπόσχομαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου