Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

Λεξιλόγιο Αρχαίων Ελληνικών Ρ - Σ- Τ- Υ

Rho uc lc.svgῥᾴδιος (παραθ. ῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος, πρόθυμος, έτοιμος.
ῥᾳθυμέω-ῶ = αμελώ, αδιαφορώ.
ῥᾳστώνη = ευχέρεια, ανάπαυση.
ῥώμη = δύναμη, θάρρος.


Sigma uc lc.svgσεμνός (σέβω) = σεβαστός, σπουδαίος.
σθένος = δύναμη.
σιγήν ἔχω = σιωπώ, διάγω ειρηνικά.
σῖτος & πληθ. τά σῖτα = σιτάρι, αλεύρι.
σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων.
σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμα.
περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών.
ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουν.
σκεδάννυμι = διασκορπίζω.
σκευάζω = παρασκευάζω, κατασκευάζω.
σκευή = ετοιμασία, ενδυμασία, στολή.
σκευοφόρος = αχθοφόρος./// τά σκευοφόρα = τα υποζύγια, οι αποσκευές.
σκέψις = σκέψη, εξέταση.
σκηνόω-ῶ (< σκῆνος) = κατασκηνώνω.
σκοπέω-ῶ & σκοποῦμαι = παρατηρώ, προσέχω, κατασκοπεύω, κρίνω, εννοώ, σκέπτομαι.
σκέψασθε παρ’ ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας.
σκοταῖος = σκοτεινός, με το σκοτάδι.
σπένδομαι = κάνω σπονδές, συνθηκολογώ, ειρηνεύω.
σπεύδω = επιταχύνω, επιδιώκω, βιάζομαι.
σπονδή (< σπένδω) = σπονδή, συνθήκη, ειρήνη.
λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες.
σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη, υπογράφω συνθήκη.
σποράδην = σκορπιστά, σποραδικά.
σπουδάζω = επιδιώκω, φροντίζω.
στέλλω = αποστέλλω.
στέργω = αγαπώ, αρκούμαι.
στρατοπεδεία & στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση.
συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι, συναντώ, συνενώνομαι.
συγγιγνώσκω = συμφωνώ, ομολογώ, συγχωρώ.
συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον.
συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαι.
σύγκειμαι = αποτελούμαι από.
συκοφαντέω-ῶ = συκοφαντώ.
συλλαμβάνω = συλλαμβάνω.
συλλέγω = συγκεντρώνω, στρατολογώ.
σύλλογος = συνέλευση, συγκέντρωση.
συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία.
συμβάλλω = συνενώνω, συντελώ./// συμβολή = συνάντηση, ένωση.
συμπεριάγω = περιφέρω μαζί.
συμπίπτω = πέφτω με ορμή, πέφτω μαζί./// συμπίπτει = συμβαίνει.
συμπράττω = συνεργώ, βοηθώ.
συναγείρω = συγκαλώ, συναθροίζω.
συνάγω = συγκεντρώνω, συνάπτω.
συναλλαγή = ανταλλαγή, συμφιλίωση./// συναλλάττω = συμφιλιώνω, ανταλλάσσω.
σύνδικος = συνήγορος.
συνέχω = συγκρατώ, διαφυλάττω.
συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος.
συνίστημι = στήνω μαζί, συνδυάζω, συνενώνω, συγκροτώ.
συνίσταμαι = συμπλέκομαι, συνδέομαι, έρχομαι σε συνεννόηση.
συνιστάμενον (το συνεστηκός) = συνωμοσία, συνωμότες.
σύνοιδα = γνωρίζω καλά.
σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι.
σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλος.
συνουσία (σύνειμι) = συναναστροφή.
ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ.
σφάλλω= βλάπτω.
σφάλλομαι = κάνω σφάλμα, πλανώμαι, απατώμαι, παθαίνω.
σφάλμα = αποτυχία, ζημία, λάθος.
σφόδρα = πολύ.
σχολή = οκνηρία, ευκαιρία, απραξία./// σχολήν ἄγω = ευκαιρώ, αδρανώ.
σῴζω = σώζω, διατηρώ, διαφυλάττω.
ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης.


Tau uc lc.svgτακτός = καθορισμένος.
τάττω = τακτοποιώ, παρατάσσω.
τείχισμα = οχύρωμα.
τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους.
τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους.
τελευτάω-ῶ = τελειώνω, καταλήγω./// τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω.
τελευτῶν (επιρ.) = τελικά.
τελευτή = θάνατος, τέλος.
τελέω-ῶ = εκτελώ, πληρώνω.
τέλος = αποτέλεσμα, τέλος, σκοπός, πληρωμή, φόρος.
οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος, τά τέλη, τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα).
τέμνω = κόβω, διαιρώ, χωρίζω
τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα).
τίθημι = τοποθετώ, θέτω, κατατάσσω.
τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω, διοργανώνω αγώνα.
τίθημι νόμον = εισάγω, προτείνω νόμο.
ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ.
τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω, παρατάσσω.
τιμάω-ω = τιμώ, σέβομαι, ανταμείβω.
τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι.
τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ.
τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ, λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιου.
τιμωρῶ τινα = τιμωρώ./// τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ, εκδικούμαι.
τιμωροῦμαι = τιμωρούμαι.
τριταῖος = τριών ημερών, κατά την τρίτη ημέρα.
τριχῇ = σε τρία μέρη, κατά τρεις τρόπους.
τυγχάνω = πετυχαίνω, βρίσκω, συναντώ.


Upsilon uc lc.svgυἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώ.
ὑπάγω = υποτάσσω, αποσύρω κρυφά.
ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια.
ὑπάρχω = κάνω την αρχή, υπάρχω.
ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας.
ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω, διασώζω.
ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ.
ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος.
ὑπερβάλλω = υπερτερώ, είμαι υπερβολικός.
ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά.
λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ.
ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι.
ὑπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι.
ὑποπτεύω = υποψιάζομαι, φοβάμαι, προαισθάνομαι.
ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος.
ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής, με προστασία σπονδών.
ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό.
ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω. /// ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση, υποθέτω.
ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία.
ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι./// ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσω.
ὔστατος = τελευταίος.
ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα.
ὕστερος = επόμενος, μεταγενέστερος, κατώτερος.
ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω, δείχνω το δρόμο.
ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω.
ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι, υπόσχομαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου