καθαίρω
= καθαρίζω.
κάθαρσις
= εξαγνισμός.
καθίστημι
= διορίζω, εγκαθιστώ, παρατάσσω, τακτοποιώ.
καθίσταμαι
= εγκαθίσταμαι.
καθίσταμαι
τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα
της πόλεως.
καθίσταμαι
εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις.
καθίσταμαί
τι = τακτοποιώ κάτι.
κάθοδος
= επάνοδος στην πατρίδα.
καινοτομέω-ῶ
= επιφέρω καινοτομίας.
καίριος
= αξιόλογος, κατάλληλος.
καιρός
= ευκαιρία, κατάλληλη στιγμή./// ἐν
καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος.
μετά
καιροῦ = σε κατάλληλη περίσταση./// παρά
καιρόν = παράκαιρα.
κακία
= κακότητα, δειλία.
κακοδαιμονία
= ατυχία, δυστυχία.
κακοδοξία=
κακή φήμη.
κακόνους
= δυσμενής, ο σκεπτόμενος κακό.
κακοπάθεια
= αθλιότητα.
κακοπραγέω-ῶ
= αποτυγχάνω, δυστυχώ.
κακοπραγία
= αποτυχία, δυστυχία.
κακουργέω-ῶ
= πράττω κακά, βλάπτω.
καλέω-ῶ
= καλώ, προσκαλώ.
κάμνω
= κοπιάζω, ασθενώ, νικιέμαι.
καρπόομαι-οῦμαι
= καρπώνομαι, απολαμβάνω, έχω
έσοδα από κάπου.
καρτερέω-ῶ
= υπομένω, αντέχω.
καταβαίνω
= κατεβαίνω.
καταβάλλω
= ρίχνω κάτω, ανατρέπω, νικώ, κατεδαφίζω.
καταβοή
= κατακραυγή.
καταγιγνώσκω
τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι.
καταγιγνώσκεταί τις= καταδικάζεται.
θάνατος
καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατο.
καταγορεύω
= κατηγορώ.
κατάγω
= επαναφέρω κάποιον από την εξορία.
κατάδηλος
= ολοφάνερος.
καταδουλόω-ῶ
& καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω.
καταισχύνω
= ντροπιάζω.
καταισχύνομαι
= αισθάνομαι ντροπή.
καταλέγω
= καταγράφω στον κατάλογο, στρατολογώ,
καταριθμώ, εκθέτω κατά τάξη.
καταλείπω
= κληροδοτώ, αφήνω πίσω, εγκαταλείπω,
παραδίδω.
καταλλαγή
= ανταλλαγή, συμφιλίωση.
καταλλάσσω
= συμφιλιώνω.
κατάλυσις
= διάλυση, κατάργηση.
καταλύω
= λύνω, καταβάλλω, καταργώ.
καταναυμαχέω-ῶ
= κατανικώ σε ναυμαχία.
καταπλέω
= προσορμίζομαι.
κατάπληξις
= έκπληξη, φόβος.
καταπλήσσω
= κατατρομάζω κάποιον.
καταπλήσσομαι
= φοβάμαι.
κατάπλους
= κατάπλους σε λιμάνι.
κατασήπομαι
= σαπίζω.
κατατρίβω
= αφανίζω, καταστρέφω.
καταφρονέω-ῶ
= περιφρονώ, περηφανεύομαι.
καταψηφίζομαι
= καταδικάζω.
κατηγορέω-ῶ
= κατηγορώ, διατυπώνω κατηγορίες.
κατοικέω-ῶ
= κατοικώ.
κατοικίζω
= εγκαθιστώ κατοίκους.
κατοικτείρω
& κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ.
κατοκνέω-ῶ
= διστάζω πολύ.
καῦμα
= καύσωνας.
καῦσις
= καύση, καυτηρίαση.
κεῖμαι
= είμαι ξαπλωμένος, έχω ταφεί.
κελεύω
= διατάζω, προτρέπω, συμβουλεύω, παρακαλώ.
κενός
= αδειανός, στερημένος.
κεράννυμι
= αναμειγνύω, συνδυάζω.
κέρας
= άκρο στρατιωτικής παρατάξεως, πτέρυγα, σάλπιγγα.
κερδαίνω
= αποκομίζω κέρδη.
κερδαλέος
= επικερδής.
κηδεστής
= συγγενής, γαμβρός.
κηδεστία
= συγγένεια.
κήδομαι
= φροντίζω.
κινδυνεύω
= διατρέχω κίνδυνο.
ὁ
κινδυνεύων = ο κατηγορούμενος.
κίνησις
= αναστάτωση, πόλεμος.
κλαυθμός
= θρήνος.
κοινός
= κοινός, δημόσιος, αμερόληπτος.
τό
κοινόν = το σύνολο των πολιτών.
τά
κοινά = διαχείριση των κοινών, δημόσιες υποθέσεις.
κοινωνέω-ῶ
= συμμετέχω, κάνω κάτι από κοινού, συμφωνώ.
κοινωνός
= συνεργάτης.
κολάζω=
τιμωρώ.
κολάζομαί
τινα = τιμωρώ.
κουφίζω
= ανακουφίζω.
κρατέω-ῶ
= γίνομαι κύριος, κυριεύω, επικρατώ.
κρατῶ
τινα = νικώ.
κράτος
= δύναμη, εξουσία, κυριαρχία.
κρείττων
= ο πιο δυνατός.
κρημνώδης
= απόκρημνος.
κρήνη
= βρύση, πηγή.
κρηπίς
= θεμέλιο.
κρίνω
= διαχωρίζω, αποχωρίζω, αποφασίζω.
κρίσιν
ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον.
κρούω
& κρούομαι = χτυπώ, συγκρούω.
κρούομαι
πρύμναν = οπισθοδρομώ.
κρύφα
= κρυφά.
κτάομαι-ῶμαι
= αποκτώ, προμηθεύομαι.
κτείνω
= σκοτώνω.
κώλυμα
= εμπόδιο.
κωλύμη
= παρακώλυση,εμπόδιση.
κωλύω
= εμποδίζω, απαγορεύω.
κώμη
= χωριό, οικισμός.
λάθρα
= κρυφά.
λανθάνω
& λήθω = διαφεύγω την προσοχή.
λανθάνω
ἐμαυτόν = λησμονώ.
λέγω
= λέγω, προτείνω, παραγγέλλω.
εὖ
λέγω = επαινώ./// κακῶς
λέγω = κακολογώ.
οἱ
λέγοντες = οι ρήτορες.
ὡς
ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι.
ὡς
ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά.
συνελόντι
εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να
πω με λίγα λόγια.
λείπω
= αφήνω, εγκαταλείπω.
λείπομαι
= καταλείπομαι, υπολείπομαι, είμαι κατώτερος,
υστερώ.
λεκτικός
= ικανός στο λέγειν.
λεπτόγεως
= άγονος.
λῄζομαι
= ληστεύω, διαρπάζω.
λιμός
= πείνα.
λιπαρέω-ῶ
= επιμένω, ικετεύω.
λιπαρής
= επίμονος, πείσμων.
λιπαρός
= χαρούμενος, λαμπρός.
λόγος
= λόγος, επιχείρημα, πρόταση, δικαιολογία, λογικό.
ἡ
τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωση.
εἰς
λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία
ή σε επαφή με κάποιον.
ἔρχομαι
εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις
με κάποιον.
τούς
λόγους ποιοῦμαι = μιλώ.
λόγον
δίδωμι = λογοδοτώ.
λόγοι
γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις.
ἐκφέρω
λόγον = διαδίδω την πληροφορία.
λοιμός
= νόσος.
λοιπός
= υπόλοιπος.
λοιπόν
ἐστι = απομένει, υπολείπεται.
τό
λοιπόν = στο εξής.
λυμαίνομαι
= κακοποιώ, βλάπτω.
λυσιτελέω-ῶ
= ωφελώ.
τό
λυσιτελοῦν = ωφέλεια, πλεονέκτημα.
λύω
= λύνω, διαλύω, παραλύω, απαλλάσσω.
λύω
τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου